Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Επίσκεψη Υφυπουργού Υγείας στο Κέντρο Πρόληψης Ρόδου


Η Υφυπουργός Υγείας στη «ΔΙΟΔΟ»



Το Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας «Δίοδος», επισκέφθηκε η Υφυπουργός του Υπουργείου Υγείας κα Κατερίνα Παπακώστα το Σάββατο  30 Αυγούστου 2014 στο πλαίσιο της επίσκεψης της σε δομές Ψυχικής Υγείας της περιοχής μας.


Συνοδευόταν από τον νέο Διοικητή της 2ης ΥΠΕ κ. Αθανάσιο Παπαρούπα και τη Διευθύντρια Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας κα. Κουλούρη.


Πιο συγκεκριμένα, η κ. Παπακώστα συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της «Διόδου», κύριο Κάλλιστο Αννάκη καθώς και με τους εργαζόμενους σ’ αυτό και ενημερώθηκε για τα θέματα που αφορούν στη λειτουργία του και την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του.


Η Υφυπουργός διαβεβαίωσε ότι έχει πλήρη εικόνα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το πανελλαδικό δίκτυο των 73 Κέντρων Πρόληψης, που υλοποιεί την πλειοψηφία των προγραμμάτων πρόληψης και προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας.


Ήδη η ομάδα εργασίας που είχε συσταθεί με πρωτοβουλία της, έχει καταλήξει σε προτάσεις σχετικά με την επίλυση τους, που έχουν κατατεθεί στον Υπουργό Υγείας, κο. Βορίδη.

Ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς θα δείξουν έμπρακτα το ενδιαφέρον τους και θα αναλάβουν τις ευθύνες τους για την επίλυση των προβλημάτων και την ουσιαστική στήριξη της λειτουργίας των Κέντρων Πρόληψης, τα οποία επιτελούν σημαντικό έργο τόσο στην εκπαιδευτική όσο και στην ευρύτερη κοινότητα σε θέματα που αφορούν στην προαγωγή της Ψυχοκοινωνικής Υγείας.



Αναδημοσίευση από το Verena

Τροπολογία βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ για μισθολογικό Κέντρων Πρόληψης (σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας)







Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Απάντηση στη Διοίκηση του ΟΚΑΝΑ

ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ
ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΩΝ ΟΥΣΙΩΝ
                                           Διεύθυνση Γραμματείας: Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας, Γ΄ Σεπτεμβρίου 48Β
Δευτέρα, 25 Αυγούστου 2014
Δελτίο Τύπου:
Απάντηση στη Διοίκηση του ΟΚΑΝΑ

Σε συνέχεια της απάντησης του ΔΣ του ΟΚΑΝΑ στο Δελτίο τύπου μας της 20/08/2014 σημειώνουμε τα εξής:

1) Για μια ακόμα φορά η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ διαστρεβλώνει την πραγματικότητα: Προβάλλει επιλεκτικά μόνο μέρος της, ερμηνευμένο κατά το δοκούν, και αποκρύπτει το υπόλοιπο.   Δηλαδή για να δικαιολογήσει το στραγγαλισμό που εφαρμόζει στα Κέντρα Πρόληψης επικαλείται γενικώς και αορίστως κάποιες “νομοθετικές προβλέψεις”, “αποφάσεις των αρμόδιων θεσμικών οργάνων” και “ερμηνευτικά έγγραφα”, που είτε δεν υπάρχουν είτε δεν αφορούν τα Κέντρα Πρόληψης.

2) Στη μια και μοναδική περίπτωση που διακινδυνεύει να γίνει πιο συγκεκριμένο, το ΔΣ του ΟΚΑΝΑ κατονομάζει την εφαρμογή του Ν. 4024/2011, την οποία υποτίθεται πως ορθώς επιχειρεί να επιβάλλει στα Κέντρα Πρόληψης, ενώ τα τελευταία κακώς αντιδρούν.
Η αλήθεια είναι ότι για την υπαγωγή στις διατάξεις του εν λόγω νόμου των ΚΠ, υπάρχει «θεσμικό κενό», διότι και η νομική πραγματικότητα τους, αλλά και ο τρόπος της μερικής και ασυνεχούς χρηματοδότησής τους από την Πολιτεία δημιουργούν τέτοιο κενό. Αυτή ήταν η θέση του ΔΣ του ΟΚΑΝΑ μέχρι τον Αύγουστο του 2013. Μάλιστα πρότεινε στην Πολιτεία να προβεί σε νομοθετική προσαρμογή, προκειμένου να μπορεί να εφαρμοστεί ο Νόμος 4024/2011 στα Κέντρα Πρόληψης. Τέτοια νομοθετική ρύθμιση δεν έγινε ποτέ. Συνεπώς το θεσμικό κενό παραμένει. Απόδειξη όλων αυτών είναι ότι μέχρι τότε (μέσα στο 2013) συνομολογούσε και υπέγραφε διμερείς συμβάσεις με τα Κ.Π. με μισθολόγιο διαφορετικό από το προβλεπόμενο στον 4024/2011, ο όποιος ήδη ήταν σε ισχύ.
Από το χρονικό σημείο αυτό και πέρα το ΔΣ του ΟΚΑΝΑ αρχίζει να ζητά από τα ΔΣ των αστικών εταιρειών την κατ' εξαίρεση εφαρμογή αυτού του νόμου στα ΚΠ με βάση τις  γνωμοδοτήσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (και όχι “αποφάσεις αρμόδιων οργάνων” ή “ερμηνευτικά έγγραφα”). Γνωμοδοτήσεις των οποίων οι συντάκτες  δεν έχουν μπει καν στον κόπο να  μελετήσουν το νομικό καθεστώς των ΚΠ και τον τρόπο χρηματοδότησής τους, αφού ονομάζουν τα Κ.Π. «δημοτικές επιχειρήσεις».  

3) Κατά συνέπεια, δεν επιθυμούμε “να εξαιρεθούν οι εργαζόμενοι των Κέντρα Πρόληψης από τις ισχύουσες διατάξεις”, όπως σε δραματικό τόνο ενημερώνει η απάντηση του ΟΚΑΝΑ.
Αντίθετα ζητούμε να εφαρμοστούν οι νόμοι και όχι οι πολιτικές διαθέσεις και οι οικονομικές προθέσεις του ΟΚΑΝΑ. Διαθέσεις που συγκλίνουν στη συρρίκνωση των υπηρεσιών πρόληψης. Προθέσεις που στοχεύουν στη μη απόδοση των χρημάτων τα οποία ο ΟΚΑΝΑ έχει λάβει από το Υπουργείο Υγείας αποκλειστικά για τα Κέντρα Πρόληψης και παράτυπα δεν απέδωσε ποτέ σε αυτά (από 3.000.000 έως 7.000.000 ευρώ σύμφωνα με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και δημόσιες δηλώσεις της προηγούμενης ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας).
Διαθέσεις και προθέσεις που δεν στηρίζονται σε κανένα νόμο παρά την αντίθετη άποψη του ΔΣ του ΟΚΑΝΑ.

4) Από το Σεπτέμβριο του 2013 και μόνο, τα ΔΣ του ΟΚΑΝΑ συνδέουν την υπογραφή διμερών συμβάσεων -με τα 73 Κέντρα Πρόληψης- με την εφαρμογή του Ν.4024/2011. Όχι μόνο αυτό αλλά από το Φεβρουάριο του 2014 απαιτεί και αναδρομική εφαρμογή του νόμου από 01/01/2013. Με άλλα λόγια αξιώνει -καταχρηστικά και στα όρια της νομιμότητας- από τα ΔΣ αστικών εταιρειών, τόσο να εφαρμόσουν νόμο στον οποίο δεν υπάγονται τα Κέντρα Πρόληψης, όσο και να υπογράψουν διμερείς συμβάσεις που θα αναγράφουν λιγότερα έξοδα από όσα πραγματοποιήθηκαν, για μια περίοδο από 9 έως 30 μήνες. Σε άλλες περιπτώσεις ο ΟΚΑΝΑ ζητά από τα ΔΣ των Κέντρων Πρόληψης να υπογράψουν εν λευκώ (χωρίς προϋπολογισμό) τις διμερείς συμβάσεις.
Αυτές τις πρακτικές το ΔΣ του ΟΚΑΝΑ προπαγανδίζει -διότι περί αυτού και μόνο πρόκειται- ως υποχρέωση να εφαρμόσει “τα προβλεπόμενα”, δηλαδή για μια ακόμα φορά διαστρεβλώνει ανηλεώς την πραγματικότητα, παρουσιάζοντας το παράνομο ως νόμιμο και αντίστροφα.

ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ ΑΠΟ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ 
5) Αλλά και μέχρι το Σεπτέμβριο του 2013 όταν  το ΔΣ του ΟΚΑΝΑ δεν υπόγραφε διμερείς συμβάσεις με αρκετά Κέντρα Πρόληψης. Δεν χρησιμοποιούσε τότε ως πρόσχημα το Ν. 4024/2011 αλλά άλλες προφάσεις τις οποίες πολλές φορές έχουμε καταγγείλει και αποδομήσει δημοσίως. Στόχος και τότε ήταν βεβαίως η κατασκευή άλλοθι προκειμένου να χρησιμοποιούνται παράνομα από τον ΟΚΑΝΑ, χρήματα που ανήκουν στα Κέντρα Πρόληψης.

6) Ο βαθμός στον οποίο το ΔΣ του ΟΚΑΝΑ ενδιαφέρεται έστω στοιχειωδώς για τη βιωσιμότητα και ποιοτική δουλειά των Κέντρα Πρόληψης προδηλώνεται από το ύφος που διατρέχει από άκρου εις άκρο την απάντησή του: Όλα καλώς καμωμένα από το ΔΣ του ΟΚΑΝΑ και ας κόψουν το λαιμό τους οι άμεσα ενδιαφερόμενοι.

7) Η απάντηση του ΔΣ του ΟΚΑΝΑ εικάζει επιθυμίες του Σωματείου μας. Το πληροφορούμε ξανά για τις πραγματικές επιθυμίες μας που συνιστούν και αδιαπραγμάτευτα αιτήματά μας:
α) Υπογραφή όλων των διμερών προγραμματικών συμβάσεων άμεσα και χωρίς εξαιρέσεις -ήτοι χωρίς εκβιασμούς-,
β) Σε άμεση συνάρτηση με το προηγούμενο, καταβολή όλων των ποσών που ο ΟΚΑΝΑ έλαβε από το Υπουργείο Υγείας για τα Κέντρα Πρόληψης από 01/09/2009 έως σήμερα και παράτυπα δεν έχει αποδώσει σε αυτά. Η αναφορά της απάντησης του ΟΚΑΝΑ στα μη αποδοθέντα του 2014 (και όχι σε αυτά των ετών 2009-2013) αποτυπώνει χαρακτηριστικότατα το “λάκκο που έχει η φάβα”.
γ) Δίκαιη και ενιαία αντιμετώπιση όλων των ΚΠ. Αυτό γίνεται μονάχα με τη μετεξέλιξη όλων των Αστικών Εταιρειών σε αναμφισβήτητα Δημόσιες Υπηρεσίες σύμφωνα με την πρότασή μας σε 13 ΝΠΔΔ – στα οποία εξάλλου θα εφαρμόζεται ο περίφημος Ν. 4024/2011 που έχει γίνει “λάστιχο” στα δραστήρια χέρια του ΔΣ του ΟΚΑΝΑ. Στη βάση αυτής της αντίληψής μας μπορούμε να δούμε θετικά κάποιες άμεσες βραχυπρόσθεσμες προσαρμογές που θα ξεμπλοκάρουν οικονομικά και θεσμικά τα Κ.Π. και θα δημιουργήσουν αίσθηση δικαίου. Γι’ αυτό δεχθήκαμε την πρόταση για  σύσταση Ομάδας Εργασίας από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και συμμετέχουμε σε αυτή.
δ) Συνεπώς σε κάθε περίπτωση απαιτείται από την ηγεσία  του Υπουργείου Υγείας να σημάνει άμεση παύση κάθε ενέργειας του ΔΣ του ΟΚΑΝΑ που αντίκειται στις ενέργειες της Ομάδας Εργασίας η οποία έχει επιφορτιστεί σε πρώτο χρόνο με το μισθολογικό ζήτημα των εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης.

8) Επειδή το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των Κέντρα Πρόληψης και η εμπλοκή των εκάστοτε ΔΣ του ΟΚΑΝΑ έχει εδώ και καιρό καταστεί τροχοπέδη στη βιωσιμότητα των υπηρεσιών πρόληψης -πολύ περισσότερο στην ανάπτυξή τους- καλούμε την κυβέρνηση, τα συναρμόδια Υπουργεία και τα κοινοβουλευτικά κόμματα, να προκαλέσουν συζήτηση του θέματος στην αρμόδια Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής με συμμετοχή του εκπροσώπου του ΟΚΑΝΑ και του Σωματείου μας.  
Το Δ.Σ. του Σωματείου

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Δελτίο Τύπου - Τετάρτη, 20 Αυγούστου 2014


Η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ με εκβιαστικές μεθόδους παρακωλύει την λειτουργία των Κέντρων  Πρόληψης

Το Δ.Σ. του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης καταγγέλλουμε τη διοίκηση του ΟΚΑΝΑ για την επίθεση που εξαπολύει στα 73 Κέντρα Πρόληψης της εξάρτησης.

Ασκώντας, με την ανοχή των Υπουργείων Υγείας και Εσωτερικών αλλά και της ΚΕΔΕ,  πολιτικές «ηγεμόνα» απέναντι σε 73 δομές που δεν της ανήκουν, η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ υφαρπάζει την πλούσια παραγωγή των Κέντρων Πρόληψης αλλά και μέρος της επιχορήγησής τους από το Υπουργείο Υγείας, εντείνοντας την αποσταθεροποίησή τους.

Συνεχίζοντας επάξια τα έργα και τις ημέρες της προηγούμενης διοίκησης, η τωρινή προσπαθεί να «αιτιολογήσει» την εξαφάνιση εκατομμυρίων ευρώ, που προορίζονταν για τα Κέντρα Πρόληψης, με τρόπο εξοργιστικό, καθώς φορά προσωπείο δήθεν «νομιμότητας». Απειλεί δηλαδή με έγγραφο της κάθε Κ.Π., πως αν δεν συμφωνήσει στο να περικοπούν οι μισθοί των εργαζομένων αναδρομικά από 01/01/2013, δεν θα υπογραφούν οι διμερείς συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ του ΟΚΑΝΑ και του  Κέντρου Πρόληψης. Αυτά τα εκβιαστικά τελεσίγραφα καταλήγουν με την εξής φράση: «προκειμένου να μην υπάρξουν προβλήματα στην χρηματοδότηση του Κέντρου», δηλώνοντας ρητά ότι αν τα Κ.Π. δεν υποκύψουν σε αυτή την προσταγή, τότε λειτουργικά θα καταρρεύσουν.  Προφανώς αποσιωπά τα εκατομμύρια ευρώ, που ο ΟΚΑΝΑ χρωστάει στα Κέντρα Πρόληψης, μάλιστα με την πολύ συγκεκριμένη έννοια ότι τα έλαβε από το Υπουργείο Υγείας αποκλειστικά για τα Κέντρα Πρόληψης μα ποτέ δεν τα απέδωσε σε αυτά, ή θέλει με αυτόν τον τρόπο να τα συμψηφίσει;

Ενώ οι διμερείς συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ ΟΚΑΝΑ και κάθε Κέντρου Πρόληψης θα έπρεπε να υπογράφονται στην ώρα τους και νόμιμα, οι διοικήσεις του ΟΚΑΝΑ διαχρονικά πράττουν το αντίθετο: δεν υπογράφουν διμερείς συμβάσεις και, όταν με πολλές καθυστερήσεις το κάνουν, μετέρχονται τρόπους τέτοιους ώστε εσκεμμένα να βρίσκονται οι συμβάσεις στα όρια της νομιμότητας – παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων. Έφτασαν στο σημείο να ζητούν τροποποίηση των ήδη υπογεγραμμένων διμερών συμβάσεων με αναδρομική περικοπή ποσών για την μισθοδοσία των εργαζομένων. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετές από αυτές τις συμβάσεις υπεγράφησαν μέσα στο 2013, ενώ ίσχυε ήδη ο Ν. 4093/12. Ο λόγος για τον οποίο κινούνται έτσι, είναι προφανής: για να χρησιμοποιούν χρήματα των Κέντρων Πρόληψης, δηλαδή να παρατυπούν ή να καλύπτουν παρατυπίες προηγουμένων διοικήσεων και, όταν τούς ζητηθεί ο λόγος, να επικαλούνται αδιάντροπα «έλλειψη νομιμότητας», την οποία οι ίδιοι έχουν φροντίσει να «εξασφαλίζουν»…

Δεν είναι η πρώτη φορά που καταγγέλλουμε διοίκηση του ΟΚΑΝΑ. Ενημερώνουμε τις τοπικές κοινωνίες, όπου εργαζόμαστε, και διαμηνύουμε σε κάθε «αρμόδιο» ότι, όπως κάθε φορά, δεν σκοπεύουμε να υποστείλουμε την αντίσταση μέχρι να δικαιωθούμε.

Διεκδικούμε από τη διοίκηση του ΟΚΑΝΑ και όλους τους συναρμόδιους φορείς:

- Άμεση υπογραφή όλων ανεξαιρέτως των διμερών συμβάσεων μεταξύ ΟΚΑΝΑ και έκαστου Κέντρου Πρόληψης. Χωρίς εκβιασμούς του ΟΚΑΝΑ για αναδρομική περικοπή μισθών από 01/01/2013. Με αναγραφή σε αυτές των ποσών που πραγματικά δαπανήθηκαν για μισθούς από 01/01/2013 ως σήμερα.
- Άμεση καταβολή των εκατομμυρίων ευρώ, που η προηγούμενη διοίκηση του ΟΚΑΝΑ είχε λάβει αποκλειστικά για τα Κέντρα Πρόληψης και δεν έχει αποδώσει σε αυτά.
- Άμεση καταβολή των 500.000 ευρώ, που η τωρινή διοίκηση του ΟΚΑΝΑ έλαβε αποκλειστικά για τα Κέντρα Πρόληψης τον Ιούνιο του 2014 και δεν έχει αποδώσει σε αυτά.
- Ρύθμιση των μισθολογικών ζητημάτων των εργαζομένων με τρόπο δίκαιο και ενιαίο για τα 73 Κέντρα Πρόληψης.
- Σοβαρή αντιμετώπιση των θεσμικών προβλημάτων των Κέντρων Πρόληψης, τα οποία όλες οι διοικήσεις του ΟΚΑΝΑ εκμεταλλεύτηκαν, για να απομυζούν τις δομές που  εξυπηρετούν πλέον περισσότερους από 100.000 συμπολίτες μας ετησίως: με απλήρωτους εργαζομένους, οφειλές σε ΙΚΑ/Εφορίες και υπό τη διαρκή και διεστραμμένη απειλή «διακοπής της συνεργασίας» με τον φυσικό αυτουργό του εγκλήματος, δηλαδή με την εκάστοτε διοίκηση του ΟΚΑΝΑ.


Το Δ.Σ. του Σωματείου

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

ΟΑΕΔ: Μπαίνει λουκέτο στον Οργανισμό; Ποια είναι τα σχέδια του υπουργείου Εργασίας

ΟΑΕΔ: Μπαίνει λουκέτο στον Οργανισμό; Ποια είναι τα σχέδια του υπουργείου Εργασίας



Σενάρια «ξαφνικού θανάτου» έχουν κατακλύσει τον ΟΑΕΔ, ενώ η κυβέρνηση φέρεται να έχει ήδη αποφασίσει την κατάργηση του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού βάσει των προτύπων που έπαψε να υπάρχει η ΕΡΤ.
Σύμφωνα με την Εφημερίδα των Συντακτών, πρόκειται για ένα σενάριο που συζητείται στο γραφείο του υπουργού Εργασίας, Γιάννη Βρούτση εδώ και ένα δίμηνο περίπου, με τον υπουργό να φέρεται αποφασισμένος να προχωρήσει το σχετικό εγχείρημα.
Συγκεκριμένα, το κυβερνητικό σχέδιο θέλει τις δραστηριότητες του ΟΑΕΔ να διχοτομούνται: Η επιδοματική πολιτική (επιδόματα ανεργίας και λοιπές παροχές) ενδέχεται να περάσει στις αρμοδιότητες του ΙΚΑ και οι πολιτικές απασχόλησης να δοθούν σε ιδιώτες, οι οποίοι θα αναλάβουν να τρέξουν τις τεράστιες ροές χρήματος από τα κοινοτικά κονδύλια για την άσκηση ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
Οι θιασώτες του «ξαφνικού θανάτου» του ΟΑΕΔ θεωρούν ότι ο Οργανισμός έχει αποτύχει στην αύξηση της απασχόλησης μέσω των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, χρεώνοντας στη λειτουργία του γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Τονίζουν επίσης ότι δεν έχει αναπτύξει δικό του σύστημα συλλογής εισφορών, αλλά στηρίζεται σε αυτό του ΙΚΑ και για αυτόν ακριβώς το λόγο, σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα, προκρίνουν την άσκηση της εισοδηματικής πολιτικής από το ΙΚΑ, το οποίο μπορεί να αναλάβει και τη χορήγησης επιδομάτων και παροχών σε εργαζόμενους και ανέργους.
Σημειώνεται ότι για την ερχόμενη τριετία η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαθέσει στα κράτη-μέλη της περισσότερα από 300 δισ. ευρώ για την καταπολέμηση της ανεργίας.

Αναδημοσίευση από το aftodioikisi.gr 

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Κοινωνικός Έλεγχος και Ψυχοφάρμακα

Σημείωση Ιστολόγου:

Συνεχίζουμε την αναδημοσίευση κριτικών κειμένων, που μπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά στην κατανόηση κρίσιμων παραμέτρων της δουλειάς μας και του ρόλου μας μέσα σ' αυτές. Το σημερινό κείμενο είναι του ψυχιάτρου Θ. Μεγαλοοικονόμου.
   
               "Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ"                       

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ 



ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ



H ανακάλυψη των σύγχρονων ψυχοφαρμάκων, από τη δεκαετία του 1950, θεωρήθηκε ως η μεγάλη επανάσταση στο θεραπευτικό οπλοστάσιο της ψυχιατρικής. Σήμερα ωστόσο, για κάθε καλοπροαίρετο γνώστη των πραγμάτων, όχι μόνο η θεραπευτική τους αποτελεσματικότητα φαίνεται ότι έχει φτάσει σε ένα όριο, αλλά έχει, επίσης, γίνει πιο φανερή η επιβλαβής λειτουργία τους, που ενίοτε υπερβαίνει και αυτή την «επιθυμητή δράση» τους.

Kάθε αναγνωρισμένο εγχειρίδιο ψυχοφαρμακολογίας εντάσσει τα ψυχοφάρμακα στην ιστορία των λεγόμενων «οργανικών θεραπειών», αυτών, δηλαδή, που απευθύνονται με φυσικά μέσα (μηχανικά ή χημικά) στην τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτής που θεωρείται, σε μια δοσμένη εποχή και σύμφωνα με τα πρότυπα της κρατούσας «κανονικότητας» (που απορρέει από τις κυριαρχούσες αντιλήψεις μιας ορισμένης ταξικής κοινωνικής δομής), ως «μη φυσιολογική» ή «μη κανονική»' παρεκκλίνουσα ή παθολογική και / ή κοινωνικά ανεπιθύμητη.


Oι θεραπείες αυτές έχουν την καταγωγή τους στις μηχανικές και φυσικές μεθόδους, μέσω των οποίων, τους προηγούμενους αιώνες, έγινε προσπάθεια να «δαμαστεί» (να υποταγεί) η τρέλα, η αιτία της οποίας εθεωρείτο ότι ενείχε μιαν ηθική διάσταση (ο τρελός ως ενσάρκωση του «κακού» ή του δαίμονα). Ήταν η περίοδος που οι άνθρωποι ήταν φυλακισμένοι σε κλουβιά, καθηλωμένοι εφ' όρου ζωής με αλυσίδες ή υφιστάμενοι κάθε είδους σωματικό βασανιστήριο στο όνομα της συμμόρφωσής τους με τον «ορθό» λόγο και την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.

H θεραπευτική λογική, που αποσκοπεί στο να «δαμάσει» τον τρελό, τον παρεκκλίνοντα, δεν εξαφανίστηκε με τις «προόδους» που έγιναν τον 20ό αιώνα που θεωρήθηκε ο αιώνας της βιολογικής επανάστασης στον τομέα της ψυχικής υγείας (παρόλο που, από τις αρχές του, έκαναν την παράλληλη εμφάνισή τους οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις). Δεν είναι τυχαία η συγκυρία στον 20ό αιώνα, που ανέδειξε τις λεγόμενες βιολογικές θεραπείες: το ινσουλινικό κώμα του Σάκελ, το ηλεκτροσόκ, από τους Σερλέτι και Mπίνι στην Iταλία του Mουσολίνι (1938), η ψυχοχειρουργική του E. Mονίζ, στη Πορτογαλία του Σαλαζάρ.

Eίναι γνωστό ότι η Ψυχιατρική δεν είναι μια ουδέτερη επιστήμη, που έχει, απλώς, ένα οπλοστάσιο θεραπευτικών μεθόδων για την αντιμετώπιση της ψυχικής αρρώστιας. Γεννημένη και συγκροτημένη στις αρχές του 19ου αιώνα και στη διάρκεια της ανόδου της Bιομηχανικής Eπανάστασης, ενσωματώνει ένα σώμα επιστημονικών, νομοθετικών και διοικητικών μηχανισμών και κωδίκων σε ένα θεσμό, που απευθύνεται στην αρρώστια, ως μια ξεχωριστή οντότητα (κατά τα πρότυπα της σωματικής ιατρικής), τεχνητά αποχωρισμένης από το όλο της ανθρώπινης ύπαρξης και το κοινωνικό είναι του ανθρώπου.

H θεραπευτική επιδίωξη της Ψυχιατρικής συνυπάρχει σε μιαν αντιφατική ενότητα με την κοινωνική της αποστολή, που είναι, ακριβώς, η συμβολή στη διατήρηση της δημόσιας τάξης, στον έλεγχο, δηλαδή, των «επικίνδυνων τάξεων», όλων των φτωχών στρωμάτων της κοινωνίας, που ο Mαρξ αναφέρει κάτω από τον όρο του «παουπερισμού» ή, κατά τη σύγχρονη ορολογία, αυτών που βρίσκονται ή σπρώχνονται στο χώρο του «κοινωνικού αποκλεισμού», αλλά και γενικότερα όλων των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων στρωμάτων.

Tο σύγχρονο φάρμακο αποτελεί ένα βασικό όπλο της Ψυχιατρικής, όχι μόνο στη λεγόμενη θεραπευτική της φαρέτρα, αλλά και ως εργαλείο στην απαίτηση, που της τίθεται από τις κυρίαρχες τάξεις και το κράτος, να λειτουργήσει σαν μια τεχνική της βιοεξουσίας, ως μέρος, δηλαδή, εκείνων των μηχανισμών και των τεχνικών που σκοπό έχουν να ελέγχουν και να πειθαρχούν τις λαϊκές μάζες στις ανάγκες της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, σε αυτή την περίοδο της ιστορικής του κρίσης.

H κατευθυνόμενη μαζική διάδοση της χρήσης του ψυχοφαρμάκου συνδέεται, αφενός, με την επιδίωξη της κερδοφορίας των πολυεθνικών του φαρμάκου και, από την άλλη, με την πρακτική της αναγωγής της πολυπλοκότητας των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου (ιδιαίτερα των καταπιεσμένων τάξεων), σε εσωτερικό, προσωπικό ζήτημα του ατόμου, σε ζήτημα (καλής ή κακής) προσαρμογής του σε ένα, θεωρούμενο ως αμετακίνητο, Kοινωνικό Eίναι.

H μετατροπή του κοινωνικού ανθρώπου (που, ως όλο, ενσωματώνει τις ψυχολογικές και βιολογικές του παραμέτρους), στο άτομο της ψυχολογίας και στο όργανο της βιολογίας (εγκέφαλος κ.λπ.), αποσκοπεί σε μια μορφή κοινωνικού ελέγχου, όπου μια χημική ουσία αναλαμβάνει τη λύση των προβλημάτων. O κοινωνικός έλεγχος δεν αφορά μόνο τους ψυχικά πάσχοντες, αλλά ολόκληρη την κοινωνία, μέσω και της διάδοσης ιδιαίτερα των λεγόμενων ελασσόνων ηρεμιστικών και υπναγωγών.

Yπάρχουν, όμως, ψυχίατροι που την κατάθλιψη της συζύγου ενός ανέργου, σε μια οικογένεια που δεν έχουν να φάνε, την αντιμετωπίζουν απλώς με ισχυρά αντικαταθλιπτικά. Yπάρχουν, αντίστοιχα, ψυχολόγοι που μπροστά σε έναν άνεργο και αλκοολικό πατέρα, που κακοποιεί τα παιδιά του, προτείνουν, απλώς, μια οικογενειακή θεραπεία.

Θα παραθέσουμε μερικά ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν πώς τα ψυχοφάρμακα λειτουργούν στον κοινωνικό έλεγχο. Έχει παρατηρηθεί ότι «η ψυχιατρική θεραπεία, ακόμα και όταν είναι χρήσιμη για τη βελτίωση της κατάστασης ενός ασθενή είναι συχνά δυσάρεστη. Mερικές μορφές θεραπείας ανακουφίζουν, αλλά μπορούν να έχουν παρενέργειες που παραμένουν και μετά το τέλος της θεραπείας και την πάροδο της διαταραχής...

Θα μείνουμε, για λόγους συντομίας, σε δύο μόνο κατηγορίες ψυχοφαρμάκων, τα αγχολυτικά/υπναγωγά (βενζοδιαζεπίνες) και τα νευροληπτικά, εξετάζοντάς τα στη βάση του συνεχούς «ευχάριστο-δυσάρεστο». Στην πλειοψηφία τους τα φάρμακα αυτά λειτουργούν, παρά τις δαπανηρές διαφημίσεις των εταιρειών, στη λογική του «1/3, 1/3, 1/3», δηλαδή: 1/3 των ασθενών βελτιώνεται ανεξάρτητα από φάρμακο, 1/3 δεν ανταποκρίνεται και 1/3 παρουσιάζει μια βελτίωση.

Tα αγχολυτικά/υπνωτικά παρουσιάζουν μια σαφή ευφορική (ευχάριστη, «ηδονιστική») ενέργεια (αν και λιγότερο από τα οπιοειδή, την αμφεταμίνη και την κοκαϊνη), ενώ τα νευροληπτικά έχουν μια σαφώς αποδεδειγμένη δυσφορική ενέργεια. H ευφορική ενέργεια των αγχολυτικών/υπνωτικών εξηγεί γιατί οι χρήστες τους προτιμούν τις βενζοδιαζεπίνες αν και υπάρχουν άλλα μη ηδονιστικά αγχολυτικά. Eξηγεί, επίσης, την ευρεία και απερίσκεπτη συνταγογράφησή τους από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, καθώς και τους μηχανισμούς της αυτοσυνταγογράφησης.


H «ηδονιστική» δράση ακολουθείται, φυσικά, από την «τιμωρητική», που προέρχεται από το σύνδρομο «στέρησης» (λόγω του εθισμού που προκαλούν), όταν γίνεται απόπειρα να διακοπεί η αγωγή.

Aντί να διερευνάται το πρόβλημα, που βρίσκεται πίσω από το σύμπτωμα (το άγχος, την κατάθλιψη κ.λπ.), επιλέγεται μια λύση «ταμποναρίσματος», που απομακρύνει από τις πηγές του προβλήματος και από τη συνειδητοποίησή τους. Σε αυτή την πρακτική ανταποκρίνεται ένας προκατασκευασμένος και άκαμπτα κωδικοποιημένος τύπος ψυχιατρικής πρακτικής, που αποτελεί, παρά τις πιθανές «καλές προθέσεις», το μακρύ χέρι του κοινωνικού ελέγχου.

Έχει βρεθεί σε μελέτες, όπου συγκρίθηκαν δύο παρόμοιες ομάδες «ασθενών», όπου στη μια δόθηκε φάρμακο και στην άλλη έγινε μια σύντομη συμβουλευτική/ ψυχολογική παρέμβαση (που έδινε μερικές ενδείξεις στον «ασθενή» για τη φύση των προβλημάτων του), ότι το «θεραπευτικό» αποτέλεσμα (όσον αφορά στα συμπτώματα) ήταν, πρακτικά, και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο.

Όσο για τα νευροληπτικά, που έχουν ενδείξεις σε σοβαρές ψυχικές διαταραχές (σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη κ.λπ.), έχει αποδειχτεί ότι μπορεί να προκαλέσουν και μόνιμη αναπηρία (όψιμη δυσκινησία, τύφλωση κ.λπ., ακόμα και θάνατο), καθώς και βλάβες των γνωστικών λειτουργιών, μέχρι και άνοια.

Παραδοσιακά, οι ψυχίατροι απέδιδαν τη γνωστική έκπτωση στη σχιζοφρένεια χρόνιας διαδρομής στην ίδια την αρρώστια, αλλά η σύγχρονη έρευνα (σε επίπεδο ανατομικό και φυσιοπαθολογικό) έχει αποδείξει ότι αυτή οφείλεται, κυρίως, αφενός στα φάρμακα, αφετέρου στον ιδρυματισμό.

Έχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι η αλόγιστη και υπέρογκη χρήση νευροληπτικών παραμορφώνει τη «φυσική εξέλιξη» της αρρώστιας, που, συχνά, είναι μια εξέλιξη αυτόματης ανάνηψης (όπως έχει αποδειχτεί από διεθνείς έρευνες) και στη θέση της δημιουργεί μια ιατρογενή αρρώστια (μέσω των αλλοιώσεων που το νευροληπτικό προκαλεί στις συνάψεις του εγκεφάλου), που είναι ανίατη και τείνει να επιδεινώνεται κάθε φορά που γίνεται προσπάθεια να διακοπεί ή να μειωθεί η δόση του νευροληπτικού.

Aυτό έχει συντελέσει στην επιδείνωση της έκβασης της σχιζοφρένειας στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση αυτή παίζει, επίσης, η ανταγωνιστική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων και η μαζική ανεργία.

Aντίθετα, παρατηρείται μια ηπιότερη έκβαση (αν και η συχνότητα είναι η ίδια) της σοβαρής ψυχικής αρρώστιας στις χώρες του Tρίτου Kόσμου (ή, μάλλον, στα μέρη εκείνα των χωρών αυτών) όπου δεν έχουν κυριαρχήσει οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ο ανταγωνιστικός τρόπος ζωής.

H ψυχική αρρώστια φαίνεται σαν ένα λιγότερο δραματικό πρόβλημα παντού όπου γίνεται (ή όταν σε μια μελλοντική κοινωνία θα μπορέσει να γίνει) δεκτή ως μέρος της ανθρώπινης κατάστασης και αντιμετωπίζεται μέσω της υποστήριξης της κοινότητας στα μέλη της που υποφέρουν, κινητοποιώντας εκείνα τα υλικά και πολιτιστικά μέσα που ευοδώνουν την Eνότητα και τη Συνέχεια του Yποκειμένου ως σώματος, ως ύπαρξης και ως κοινωνικού είναι, τόσο στην κατάσταση της υγείας, όσο και σε αυτή της αρρώστιας.


Ο χημικός ζουρλομανδύας

Ο ΔΕΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΙΜΩΡΙΑ

Σχετικά με τη δράση των νευροληπτικών (και όχι μόνο με τις παρενέργειες) έχουμε τη μελέτη δύο ερευνητών, που έκαναν ένα σχετικό πείραμα στον εαυτό τους, παίρνοντας, ενδοφλεβίως, 5mg Aλοπεριδόλης.

«Mέσα σε δέκα λεπτά αναπτύχθηκε μια αξιοσημείωτη επιβράδυνση της σκέψης και της κίνησης, καθώς και μια βαθιά εσωτερική ανησυχία. Kανείς μας δεν μπόρεσε να συνεχίσει να δουλεύει και οι δύο δεν μπορέσαμε να ξαναπιάσουμε τη δουλειά μας πριν περάσουν 36 ώρες. Eίχαμε παράλυση της θέλησης και έλλειψη φυσικής και ψυχικής ενέργειας. Aισθανόμαστε ανίκανοι να διαβάσουμε, να τηλεφωνήσουμε ή να κάνουμε με δική μας πρωτοβουλία πράγματα του σπιτιού, αλλά μπορούσαμε να κάνουμε αυτά τα πράγματα όταν μας το ζητούσαν οι άλλοι. Δεν είχαμε ούτε υπνηλία, ούτε καταστολή, αντίθετα και οι δυο αισθανόμαστε ανησυχία».

Όταν οι ψυχικά πάσχοντες, που υποχρεώνονται να παίρνουν αυτά τα φάρμακα, παραπονιούνται για τέτοιου είδους συμπτώματα, τότε αυτά αποδίδονται στην αρρώστια και όχι στο φάρμακο. Eίναι αυτό που κάνει πραγματικό και όχι ιδεολογικό το χαρακτηρισμό της δράσης των φαρμάκων αυτών σαν «χημικό ζουρλομανδύα».


Eδώ, φυσικά, υπεισέρχονται οι κοινωνικοί μηχανισμοί της ανταμοιβής και της τιμωρίας, στη σχέση με τους θεράποντες και την αυξημένη αποδοχή από τους οικείους, αν, παίρνοντας το φάρμακο, παρουσιάσουν βελτίωση στα συμπτώματα και τη συμπεριφορά τους. H θεραπεία με τα νευροληπτικά, και μάλιστα σε μεγάλες δόσεις και για μεγάλη διάρκεια χρόνου, δείχνει ότι ο δεσμός ανάμεσα στην τιμωρία και τη θεραπεία δεν έχει διακοπεί.

Mε όλα αυτά δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι, στις δοσμένες συνθήκες, δεν πρέπει να γίνει καμιά χρήση του ψυχοφάρμακου. Όπως πρέπει να απορριφθεί η ιδεολογική χρήση του ψυχοφάρμακου, για το σκοπό, δηλαδή, του κοινωνικού ελέγχου, άλλο τόσο δεν πρέπει να υπάρξει μια ιδεολογική απόρριψή του. Πρέπει, όμως, να γίνει σωστή και όχι κατασταλτική χρήση. Όχι για τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά ως ένα βοηθητικό μέσο, που ανακουφίζει τόσο, όσο να δώσει τη δυνατότητα στο υποκείμενο να αναπτύξει την αυτογνωσία του και να αποχτήσει συνείδηση της πηγής των προβλημάτων του και της ψυχικής του δυσφορίας.

Έχει δημοσιευθεί στη ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ και στο ΠΡΙΝ το Γενάρη του 2001


Αναδημοσίευση από το Πολιτικό Καφενείο

Μεταθέσεις-εξπρές στους δήμους – «Πατώνει» η Εθελοντική Κινητικότητα


Μεταθέσεις-εξπρές στους δήμους – «Πατώνει» η Εθελοντική Κινητικότητα


Σε υποχρεωτικές μεταθέσεις-εξπρές, προσωπικού από δήμο σε δήμο, προσανατολίζεται η κυβέρνηση μετά την αποτυχία -όπως όλα δείχνουν- της ενδοδημοτικής κινητικότητας, η οποία λήγει στις 29 Αυγούστου.
Σε πρωτοσέλιδό του δημοσίευμα το «Έθνος», επικαλείται εκτιμήσεις κυβερνητικών στελεχών, σύμφωνα με τις οποίες ο στόχος της ενδοδημοτικής κινητικότητας που αφορά την εθελοντική μετακίνηση 2.000 υπαλλήλων δεν φαίνεται δυνατό να επιτευχθεί παρά το γεγονός ότι έχει δοθεί τρίτη παράταση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας μέχρι τα τέλη Αυγούστου και παρά το κίνητρο για τους μετακινούμενους υπαλλήλους, ότι θα εξαιρεθούν στο μέλλον από ένταξη σε καθεστώς διαθεσιμότητας και απόλυσης, όπως προβλέπει ο νόμος.
Υπενθυμίζεται ότι η ΠΟΕ-ΟΤΑ έχει βάλει «μπλόκο» στην εθελοντική κινητικότητα και έχει ζητήσει από τους εργαζομένους να μη συμμετάσχουν στη διαδικασία.

Αναδημοσίευση από το aftodioikisi.gr

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

"Burnout": Η Ψυχολογικοποίηση της Αλλοτρίωσης

Σημείωση Ιστολόγου:


Ένα παλιότερο και κριτικό άρθρο για ένα τουλάχιστον αμφιλεγόμενο ζήτημα - αυτό του επονομαζόμενου "burnout". Αναδημοσιεύουμε διότι είναι επίκαιρο ως προς τις παράλληλες ανάγκες αναστοχασμού και εξώστρεφης γείωσης των εργαζομένων στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης της εξάρτησης.

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Burnout: Η Ψυχολογικοποίηση της Αλλοτρίωσης*
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Κοινωνία και Ψυχική Υγεία (www.socialexclusion.gr)

Κώστας Μπαϊρακτάρης**
Επέλεξα να συζητήσω μαζί σας αυτό το θέμα τόσο για το επιστημονικό-θεωρητικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον που έχει όσο και για τις επιπτώσεις που επιφέρει η αποδοχή, η αφομοίωση και προπάντων η εσωτερίκευση της θεωρίας του Burnout στους επαγγελματίες εκείνους που ασχολούνται στην πράξη με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες. Τυγχάνει δε πολλοί από εμάς να είμαστε οι ίδιοι μάρτυρες της κατασκευής αυτής της θεωρίας αλλά και των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες προέκυψε. Δηλαδή, των συνθηκών εκείνων που το σύστημα, για να διαχειριστεί τα ελλείμματα των πολιτικών του, χρειάζεται επιστήμονες που να κατασκευάζουν θεωρίες και να εφαρμόζουν πρακτικές ικανές να διασφαλίσουν τη διαχείριση των αντιθέσεων που αυτό από τη φύση του δημιουργεί και αναπαράγει. Θεωρίες και πρακτικές οι οποίες λειτουργούν ως ανάχωμα απέναντι σε προσεγγίσεις  που αμφισβητούν το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα μέσα από το οποίο προκύπτουν οι δομές, οι υπηρεσίες και τα διάφορα διαχειριστικά συστήματα περίθαλψης, πρόνοιας και εκπαίδευσης. Αυτοί οι χώροι αποτελούν και τα κυριότερα  πλαίσια εντοπισμού και διάγνωσης του «φαινομένου» της επαγγελματικής εξουθένωσης.  
      
Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερα επιστημονικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό, ενδιαφέρον το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή προκύπτει σε μια ιστορική περίοδο όπου ριζοσπαστικές θεωρίες και παρεμβάσεις αφομοιώνονται στο κυρίαρχο σύστημα. Απογυμνώνονται από τα πρωτοποριακά τους στοιχεία και μετατρέπονται σε τεχνικές και εργαλεία στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αναφέρομαι στη χρονική περίοδο από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, κατά την οποία τα ριζοσπαστικά κινήματα αρχίζουν να μεταφέρονται σιγά σιγά αλλά συστηματικά -με τη βοήθεια και της νεοσυντηρητικήςΑνθρωπιστικής/Υπαρξιακής Ψυχολογίας ή της λεγόμενης Κριτικής Ψυχολογίας- στα άνετα βιωματικά δωμάτια με τα μαξιλάρια και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ξεκομμένα από την κοινωνική παρέμβαση και αλλαγή. Με αυτό τον τρόπο, η αμφισβήτηση, η πολιτική-ιδεολογική αντιπαράθεση, ο διάλογος και η πολιτική δράση αντικαθίστανται με τις «Ομάδες Αντιπαράθεσης», τους «Μαραθώνιους», τα «Ψυχοδράματα», το… «Πάτημα της Γάτας», αλλά και με μια πλήρως αυτονομημένη από τις κοινωνικές ανάγκες και παρεμβάσεις ακαδημαϊκή «κριτική» προσέγγιση. Το πολιτικά, κριτικά, σκεπτόμενο υποκείμενο μετατρέπεται σε άτομο-αντικείμενο που χρήζει εσωτερικής ψυχολογικής αλλαγής και ατομικής ανάπτυξης. Ωθείται έτσι από τους Ψυχο-Εκπαιδευτές αλλά και τους «Κριτικούς Ψυχολόγους» να βγάλει έξω από το σύστημα σκέψης και πράξης του τη συνάρτηση της αλλαγής του με την αλλαγή του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος, προτάσσοντας τη δική του «ανάπτυξη» (ατομικισμός) ή ανακυκλώνοντας την ανέξοδη κριτική του ορθολογισμού με in vitro «δομήσεις» και «αποδομήσεις» θεωριών και θεσμών σε συνθήκες κοινωνικής απραξίας. Η φυσική διαλεκτική σχέση ατόμου και περιβάλλοντος αντικαθίσταται έτσι από τη σχέση ατόμου-ατόμου με διαχειριστή της σχέσης τον ειδικό ή τον θεραπευτή. Λίγο αργότερα, ακόμα και ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη εκλαμβάνονται ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τον ίδιο τον διαχειριστή τους. Επινοείται μεταξύ άλλων η θεωρία του Burnout (Freudenberger, 1974)[1] και προσφέρεται το επιστημονικό-ψυχολογικό άλλοθι για μια βελούδινη, επιστημονικά και ιδεολογικά τεκμηριωμένη, απόσπαση από το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταχεία διάδοσή της στις λεγόμενες εναλλακτικές δομές στον ψυχοκοινωνικό τομέα. Η στιγμή της αφομοίωσής τους από το κυρίαρχο σύστημα παραβλέπεται. Αδυνατούν να επινοήσουν το καινούργιο και παραδίδονται στα ανταλλάγματα της προσαρμογής τους. Η νέα προσαρμογή και η έλλειψη οραμάτων οδηγούν στη μετατροπή πολιτικών επιλογών σε ψυχολογικά προβλήματα και οι πρωταγωνιστές των αλλαγών μεταμορφώνονται σε θύματα της λεγόμενης επαγγελματικής εξουθένωσης. Αναφέρομαι στην κατασκευή μιας κατά βάση ενιαίας θεωρίας, της θεωρίας του Burnout που αποκoρυφώνεται με το ευρέως διαδεδομένο Maslach BurnoutInventory aslach, 1981).[2]
Η  θεωρία αυτή είναι σχετικά νέα και εντοπίζεται χρονικά πριν από μια τριακονταπενταετία περίπου. Συναντάμε  διάφορες αποχρώσεις της και σε ορισμένες περιπτώσεις μετατροπές όπως, για παράδειγμα, ως προς το είδος της αλληλεπίδρασης ατόμου-εργασιακού πλαισίου. Διαφοροποιήσεις που δεν ακυρώνουν, όμως, τον βασικό της πυρήνα, αλλά αποτελούν απλές ανακατασκευές ή παράγωγα της βιομηχανίας επιστημονικών εργασιών και δημοσιεύσεων. Δεν θα αναφερθώ στις τεχνικές λεπτομέρειες και την επιστημονική νομιμοποίησή της αλλά σε βασικά στοιχεία τα οποία κατά την άποψή μου, μέσα από την απουσία τους, αποκαλύπτουν τόσο την απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης όσο και τη σκοπιμότητα των κατασκευαστών της να διαχειριστούν αυτούς που ασχολούνται με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες.
Σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις το Burnout ή επαγγελματική εξουθένωση ή κάψιμο ή πιο ρεαλιστικά η… Bαρεμάρα, ξεκινάει κύρια από τη στιγμή της επαγγελματικής ένταξης. Μια μεγάλη αυθαιρεσία, για μια κατασκευή που ορίζει ως αποκλειστικό της αντικείμενο όσους εκπαιδεύονται και καλούνται να προσφέρουν τις έμμισθες αλλά ακόμη και εθελοντικές, υπηρεσίες τους σε ανθρώπους· ακόμα πιο σημαντικό, όσους καλούνται να παράσχουν τη βοήθειά τους σε αυτούς που έχουν ανάγκη, που πάσχουν, που νοσούν.   
Η άποψή μου είναι ότι για να κατανοήσουμε τη θεωρία αυτή ως απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης θα πρέπει να την αναζητήσουμε πολύ πριν την ένταξη στους χώρους εργασίας. Θα πρέπει να την προσεγγίσουμε ως μέρος μίας διεργασίας που προϋπάρχει αυτής. Προϋπάρχει μέσα στα πλαίσια μιας αλλοτριωτικής διαδικασίας την οποία υφιστάμεθα όλοι, είτε στα πλαίσια της διαπαιδαγώγησής μας, είτε στα πλαίσια της κοινωνικοποίησής μας, είτε στα πλαίσια της εκπαίδευσής μας στο  καπιταλιστικό σύστημα. Διαδικασία που στοχεύει σε συμπεριφορές υποταγής και συμμόρφωσης σε κυρίαρχους κανόνες, πρακτικές, πολιτικές, συστήματα και ιδεολογίες. Άρα, το συγκεκριμένο πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο είμαστε ενταγμένοι φροντίζει να μας εξοπλίσει πολύ πριν την επαγγελματική μας ένταξη με όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε να το αποδεχτούμε και να το αφομοιώσουμε ως δεδομένο, μοναδικό και αμετάβλητο. Να αποδεχθούμε το επιστημονικό παράδειγμα που το υπηρετεί. Να αποδεχθούμε και να εσωτερικεύσουμε ως αδιαμφισβήτητες τις επιμέρους θεωρίες και πρακτικές που προκύπτουν από αυτό. Συνεπώς, να αναπαράγουμε και να συντηρήσουμε ως αμετάβλητο το εργασιακό-κοινωνικό πλαίσιο (δομές, θεσμούς, συστήματα, πολιτικές). Δηλαδή, ένα επιστημονικό παράδειγμα κλειστό στην ανατροπή ή την αλλαγή του, γιατί το αντίθετο θα οδηγούσε στην ανατροπή/αλλαγή όλου του συστήματος διαχείρισης τόσο των υποκειμένων με τα οποία ασχολείται ο επαγγελματίας, όσο βέβαια (αυτό είναι και το ιδιαίτερο στη θεωρία αυτή) και της λογικής διαχείρισης, προσαρμογής και αφομοίωσης του ίδιου του επαγγελματία. Η ελευθερία του ανθρώπου σε επίπεδο δημιουργίας, παραγωγής νέας γνώσης, εφαρμογής νέων πρακτικών και αναζήτησης ανθρωπίνων αξιών αποτρέπεται από τους όρους του ίδιου του παραδείγματος, τις εφαρμογές του και την ιδεολογία που υπηρετεί.
Ο εργαζόμενος εισέρχεται συνήθως στο δημόσιο επαγγελματικό βίο εκπαιδευμένος στη λογική ότι δεν θα είναι δημιουργικός, δεν θα επινοεί, δεν θα συνδιαμορφώνει το πλαίσιο, τις σχέσεις, την οργάνωση, γιατί όλα αυτά είναι ήδη παγιωμένα και θεσμοθετημένα στα πλαίσια μιας προκαθορισμένης και ιεραρχικά δομημένης οργάνωσης, που υπακούει σε συγκεκριμένες και προκαθορισμένες πολιτικές αλλά και επιστημονικές θεωρήσεις. Γνωρίζει ότι για να υπάρξει και να γίνει αποδεκτός σαν επαγγελματική οντότητα, δηλαδή για να επιβιώσει επαγγελματικά, θα πρέπει να συμμορφωθεί στους κανόνες και να κινείται με τους όρους ενός προϋπάρχοντος πλαισίου. Να αποδεχτεί και να ενσωματωθεί σε μια συγκεκριμένη εσωτερική κατανομή εργασίας και σχέσεων εξουσίας (καθηκοντολόγιο). Αναφερόμαστε σε μια συνθήκη πλήρους απανθρωποποίησης αλλά και αποποίησης από το ίδιο το άτομο της βασικής του ανθρώπινης ιδιότητας, δηλαδή της ελευθερίας για ατομική και συλλογική δημιουργία. Αυτή είναι και η έσχατη μορφή της αποξένωσής του από την ίδια του τη φύση.
Η αλλοτρίωση επέρχεται έτσι ως μια κατάσταση που καθιστά το υποκείμενο επικυρωμένο πλέον αντικείμενο μιας ψυχολογικής θεωρίας, η οποία για να νομιμοποιηθεί αλλά και για να ανταποκριθεί στην ιδεολογική της αποστολή θα πρέπει να πιστοποιήσει, μιμούμενη έναν άκριτο θετικισμό, την ουδετερότητα και αντικειμενικότητά της με την κατασκευή ειδικών μεθοδολογικών εργαλείων και την πραγματοποίηση πληθώρας ερευνών.
Δεν είναι λοιπόν ο επαγγελματικός χώρος ούτε οι πληθυσμιακές ομάδες καθαυτές η αφετηρία της αλλοτρίωσής μας, είναι ο τρόπος που συναντάμε και εμπλεκόμαστε στη συγκεκριμένη δομή, με τους προ- και ετεροκαθορισμένους στόχους που αυτή εξυπηρετεί και το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται.
Ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρονται στο δημόσιο τομέα είναι γνωστό το αξίωμα ότι «το άτομο αλλάζει και όχι το σύστημα», όπως επίσης και η κυρίαρχη αντίληψη ότι  «αλλάζει το άτομο και όχι η δομή». Σε κάθε περίπτωση, το επιδεχόμενο μεταβολή είναι το άτομο, δηλαδή αυτό που πρέπει να προσαρμοστεί στη λογική και τη λειτουργία μιας δομής. Το άτομο που στην περίπτωσή μας είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος, ο οποίος αναγνωρίζεται επιπλέον ως το πάσχον υποκείμενο που χρήζει βοήθειας, θεραπείας ή υποστήριξης. Με λίγα λόγια, στις πολιτικές που διέπουν τη δημιουργία, οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών ενυπάρχουν και οι όροι διαχείρισης, όχι μόνον των πολιτών που προσφεύγουν σε αυτές, αλλά και των εργαζομένων που τις στελεχώνουν. Η αποδοχή αυτών των όρων είναι ταυτόχρονα και αποδοχή της ίδιας της ανελευθερίας τους, δηλαδή του υπαρξιακού τους περιορισμού και της αλλοτρίωσής τους. Η συνθήκη αυτή καλλιεργεί και τις προϋποθέσεις όχι μόνον της αφομοίωσης στο υπάρχον αλλά και της αναπαραγωγής του. Αλλαγές που επιτρέπονται ή γίνονται ανεκτές είναι αλλαγές που δεν ακυρώνουν ή δεν ανατρέπουν το ιδεολογικά-επιστημονικά αρτηριοσκληρωτικά δομημένο σχήμα. Οι κυρίαρχες πολιτικές Παιδείας και Υγείας π.χ. επιβάλλουν την αφομοίωση των εμπλεκομένων με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν σταθεροποιητικούς παράγοντες του συστήματος και όχι πηγή  δημιουργίας, αλλαγών, ανατροπών και αναζήτησης θεωριών και πρακτικών που να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες -πραγματικές και όχι κατασκευασμένες- ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας. Δεν είναι μόνον οι πολιτικές που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα ως διαχειριστή των ανθρώπινων αναγκών αλλά και οι «λειτουργοί» εκείνοι που αφομοιώνονται σε αυτό και αποδέχονται την υπαρξιακή τους ακύρωση. Δεν αρκεί, ωστόσο, ο δημόσιος τομέας ως τέτοιος για την εξήγηση του φαινόμενου της αλλοτρίωσης του υποκειμένου και τη μετατροπή του σε μέρος ενός μηχανισμού. Είναι αυτός σε άμεση συνάρτηση με το επιστημονικό παράδειγμα, τις θεωρίες και τις πρακτικές  του.
Στον ιδιωτικό τομέα, που λειτουργεί με καθαρά κερδοσκοπικούς κανόνες, στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, η αλλοτρίωση είναι ακόμη πιο ορατή, καθώς επιπροσθέτως η υγεία, η κοινωνική φροντίδα και η εκπαίδευση μετατρέπονται από κοινωνικά αγαθά σε εμπορεύσιμα προϊόντα. Η εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας συμβαδίζουν με τη συστηματική υποβάθμιση της δημόσιας και καθολικής φροντίδας υγείας, καθώς και της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Η επέκταση του ιδιωτικού τομέα σε εξωνοσοκομειακές και νοσοκομειακές υπηρεσίες, η αναπτυσσόμενη αγορά στον τομέα της ψυχικής υγείας (ψυχοπάζαρο) και η παραπαιδεία στον τομέα της εκπαίδευσης είναι οι χώροι όπου πλέον ο άνθρωπος και οι ανάγκες του μετατρέπονται σε εμπόρευμα, γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας και πολλές φορές αισχροκέρδειας. Η απασχόληση στην ελεύθερη αγορά, με κατασκευασμένες πολλές φορές ανάγκες, δεν αποτελεί σύμφωνα με τον Μαρξ, μια δραστηριότητα ικανοποίησης  αναγκών των συνανθρώπων μας αλλά το μέσο για την αποκόμιση οικονομικού κέρδους. Δηλαδή, η αποξένωση εδώ δεν προκύπτει από τη λεγόμενη επιβάρυνση από τον ανθρώπινο πόνο ή ανάγκη, αλλά από τη στυγνή μετατροπή τους σε χρηματική αξία. Η πιο χυδαία μορφή της αλλοτρίωσης. Και όταν η επιχειρηματική δραστηριότητα αναφέρεται στην καταπολέμηση του Burnout, όπως συμβαίνει ήδη με διάφορα κερδοσκοπικά κέντρα, τότε ακόμα και η χυδαιότητα του συστήματος γίνεται εμπορεύσιμη. Είναι επίσης γνωστό ότι μεγάλες  επιχειρήσεις και διεθνή μονοπώλια χρησιμοποιούν πολλές φορές τη θεωρία τουBurnout και τα εργαλεία της για τη χειραγώγηση, την προσαρμογή και την αύξηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Επιδιώκουν δηλαδή την ψυχολογικοποίηση των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων σε βάρος των ταξικών τους συμφερόντων.
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η θεωρία του Burnoutπληρεί εκείνα τα επιστημολογικά κριτήρια που, στα πλαίσια του κυρίαρχου ορθολογιστικού συστήματος σκέψης, της επιτρέπουν να σταθεί στο επιστημονικό-ψυχολογικό τοπίο και να ενεργεί σε αυτό ως αποδεκτό επιστημονικό θεωρητικό μοντέλο. Δηλαδή συντίθεται από μία αιτιολογική, μια διαγνωστική και μία θεραπευτική-αποκαταστασιακή διάσταση. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της, όμως, είναι ότι αναφέρεται σε ανθρώπους που εργάζονται σε υπηρεσίες, δομές ή οργανισμούς που προσφέρουν υπηρεσίες στον άνθρωπο. Η ψυχολογικοποίηση, δηλαδή η ενοχοποίηση του ατόμου ή του απομονωμένου -από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα- πλαισίου εργασίας, η «ουδέτερη» και «αντικειμενοποιημένη» τους αποτύπωση, ολοκληρώνονται μέσα από τη μετατροπή του ίδιου του εργαζόμενου σε πάσχον υποκείμενο. Από αυτό το σύστημα σκέψης και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις προκύπτουν και οι τεχνικές αντιμετώπισης. Από τις αλλαγές στο άτομο ή την ομάδα μέχρι τη «βελτίωση» του εργασιακού περιβάλλοντος ή την εξαγορά της επιβάρυνσης από τον συνάνθρωπο με υλικά και ψυχικά κίνητρα και επιδόματα. Κατασκευάζονται διαγνωστικά-θεραπευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται εκτενώς σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο. [3]
Πέραν αυτών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να επιμείνουμε στον κοινό τόπο μεταξύ των διαφόρων θεωρητικών μοντέλων. Σε αυτόν ακριβώς παρατηρούμε ότι: α) η επαγγελματική εξουθένωση εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής  δραστηριότητας, β) αναφέρεται σε επαγγελματίες που εργάζονται κύρια στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, γ) εντοπίζεται ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, στον τομέα της υγείας αλλά και της ψυχικής υγείας, δ) χαρακτηρίζεται από την ιατροκεντρική λογική και με βάση αυτή παρατηρούνται, εντοπίζονται, καταγράφονται, διαγιγνώσκονται και κατηγοριοποιούνται τα συμπτώματα της επαγγελματικής εξουθένωσης (σωματικά, ψυχολογικά, συμπεριφορικά), καθώς και οι θεραπευτικές πρακτικές για την αντιμετώπισή τους, ε) δεν συμπεριλαμβάνει, στους αιτιολογικούς παράγοντες του φαινομένου που κατασκευάζει, το επιστημονικό υπόδειγμα που προσδιορίζει τις πρακτικές, τις δομές και τη λειτουργία τους, τις σχέσεις των επαγγελματιών μεταξύ τους ή με τον πληθυσμό που εξυπηρετούν· πρόκειται ακριβώς για εκείνο το υπόδειγμα που θεωρείται σταθερό και αμετάβλητο αναδεικνύοντας την «ουδετερότητα» και «αντικειμενικότητά» του σε βασικό ιδεολογικό πυλώνα όλης της θεωρίας, στ) το άτομο αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται αυτό, αποσπώνται και αυτονομούνται αυθαίρετα από το εκάστοτε ιστορικό-πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο και ζ) ο ανθρώπινος πόνος, η φροντίδα του πάσχοντα ή η κάλυψη αναγκών των συνανθρώπων μας θεωρούνται ως οι κύριοι επιβαρυντικοί παράγοντες. Δηλαδή, ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη αποκτούν αιτιολογικά χαρακτηριστικά ως προς την πρόκληση καθαυτού του φαινόμενου της επαγγελματικής εξουθένωσης.
Η φροντίδα και η προσφορά στον άνθρωπο εκλαμβάνονται a priori ως μία παθογόνος συνθήκη, η οποία προκαλεί συγκεκριμένα «συμπτώματα» και διαμορφώνει την «κλινική εικόνα» στη διαταραχή του Burnout!!! Η ανάδειξη της απασχόλησης με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη σε παθογενετικό παράγοντα και η νοσογραφική της αποτύπωση μόνον την υπαρξιακή απομάκρυνση του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και τη φύση του θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει. Αυτό αποκαλύπτει και τη μετατροπή της αλλοτρίωσης σε ψυχολογική διαταραχή.
Τα θεωρητικά μοντέλα που χαρακτηρίζονται από τη μετατροπή του υποκειμένου σε  αντικείμενο, ανεξάρτητα αν χαρακτηρίζονται ως βιολογικά, ψυχολογικά, βιοψυχοκοινωνικά ή «εναλλακτικά-κριτικά» (όπως π.χ. η λεγόμενη Ανάλυση Λόγου, το θεσμοθετημένο «επιστημονικό κουτσομπολιό») ενισχύουν νομοτελειακά τη διεργασία αλλοτρίωσης, δηλαδή την αποξένωσή μας από τον άλλον και ταυτόχρονα από τον εαυτό μας.
Η ειδοποιός διαφορά της θεωρίας του Burnout από τις άλλες ψυχολογικές θεωρίες είναι ότι σε αυτή αντικειμενοποιείται και μετατρέπεται ο ίδιος ο ειδικός/επαγγελματίας σε εν δυνάμει πάσχον υποκείμενο εξ αιτίας της απασχόλησής του με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη. Χαρακτηριστική στιγμή ενός αυτό-εγκλωβισμού!!! Έτσι, ως πάσχουσα πλέον οντότητα θα πρέπει να τύχει εκείνης της φροντίδας ή της διαχείρισης που μέχρι πρότινος επιφύλασσε για τους άλλους. Επικυρώνονται, λοιπόν, η οικουμενικότητα της θεωρητικής κατασκευής και η  καθολικότητα των εργαλείων και τεχνικών αντιμετώπισης μιας κατασκευασμένης κλινικής εικόνας. Η ψυχολογικοποίηση της αλλοτρίωσης ολοκληρώνεται χωρίς να θυσιάζεται το επιστημονικό παράδειγμα και χωρίς να θίγεται το θεσμικό και το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.
Ο κυρίαρχος επιστημονικός τρόπος σκέψης συμβάλλει ώστε και εμείς, είτε ως  μαθητές, είτε ως φοιτητές, είτε ως εκπαιδευτές, είτε ως επαγγελματίες σε διάφορες υπηρεσίες να δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιούμε τον τρόπο με τον οποίο υφιστάμεθα τη διαδικασία αλλοτρίωσης. Εσωτερικεύουμε –ό,τι χειρότερο- όλη αυτή τη λογική της αλλοτρίωσης και γινόμαστε όχι μόνον αποδέκτες αλλά και φορείς της. Ιδιαίτερα αισθητή είναι αυτή η συνθήκη στο χώρο των σημερινών πανεπιστημίων ο οποίος, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, αναπαράγει την επιστημονική κληρονομιά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να την αφοπλίζει ακόμα και από τα νεωτερικά στοιχεία που κάποτε τη χαρακτήριζαν. Εξαιτίας δε της κατασκευής και αναπαραγωγής εξουσιαστικών μηχανισμών και σχέσεων έξω από το πεδίο της αναζήτησης της γνώσης και της κοινωνικής χρησιμότητας ο μεν πανεπιστημιακός βολεύεται σε μια δουλειά και σε μια απαξιωμένη πλέον κοινωνικά θέση, οι δε φοιτητές συναινούν στην καταστροφή της πιο δημιουργικής περιόδου της ζωής τους με αντάλλαγμα ένα πτυχίο. Συμμορφώνονται και υποτάσσονται σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο που τους καλλιεργεί την ψευδαίσθηση επαγγελματικής αποκατάστασης και μάλιστα σε μια κατεύθυνση σύνδεσης του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας και όχι με την κοινωνία και τον άνθρωπο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συζητήσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ως προς την αναγνώριση και κατάταξη του Burnout στις επαγγελματικές ασθένειες και την κατάταξη επαγγελμάτων που σχετίζονται με αυτές στα «βαρέα και ανθυγιεινά». Ακραίο δε παράδειγμα  αλλοτρίωσης είναι αυτό που συναντάμε στο χώρο της ψυχικής υγείας. Όπου για παράδειγμα, στα πλαίσια αναπαραγωγής του μύθου για την επικινδυνότητα του πάσχοντος υποκειμένου, υποχρεούται ή εξαναγκάζεται ο νοσηλευτής να καθηλώσει τον συνάνθρωπό του. Θεωρείται -και από τους συνδικαλιστές πολλές φορές- ότι ασκεί ένα «βαρύ και ανθυγιεινό» επάγγελμα και όχι μια αυθαίρετη και στυγνή πράξη βίας που προκύπτει από ένα συγκεκριμένο ψυχιατρικό μοντέλο το οποίο και μεταφράζει με τον «επιστημονικό» του λόγο την άσκηση βίας σε απολιτική, αποϊδεολογικοποιημένη  και ουδέτερη «θεραπευτική πράξη». Αντί λοιπόν  να διεκδικούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υποστήριξη των συνανθρώπων μας με σεβασμό στην προσωπικότητά τους, στα δικαιώματά τους και στην αξιοπρέπειά τους, αναπαράγονται συνθήκες βίας, ενοχοποιούνται άνθρωποι που βιώνουν δυσκολίες στη ζωή τους και γίνονται κυριολεκτικά αντιληπτοί ως αιτία πρόκλησης επιβαρυντικών συνθηκών για τους εργαζόμενους. Με την ολοκληρωτική παράδοση του εμπλεκομένου σε αυτή τη διεργασία αποξένωσης και την απουσία κάθε αντίστασης προκύπτει και το ιδεολογικό παράδοξο που συναντούμε ως πρακτική στους ψυχιατρικούς χώρους, το γνωστό  «Το πρωί καθηλώνουμε, το βράδυ διαδηλώνουμε». 
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, αποκτά η ερευνητική έξαρση και οι συζητήσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και ιδιαίτερα για τις Μ.Ε.Θ. (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας) ή τις Μ.Α.Θ. (Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας). Με πλήρη «επιστημονική» κάλυψη και με την ενεργοποίηση  της θεωρίας του Burnout μεταλλάσσονται, ως εκ θαύματος, οι εξοντωτικές συνθήκες  εργασίας ή η διαρκής έλλειψη προσωπικού και οι απαράδεκτες πολιτικές υγείας -τόσο γενικά στον τομέα υγείας όσο και στον ιδιαίτερα κρίσιμο τομέα των εντατικών- σε ψυχολογικό πρόβλημα των εργαζομένων (ιατρών και νοσηλευτών). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδεολογικής χρήσης της συγκεκριμένης θεωρίας, δηλαδή της ενοχοποίησης των εργαζομένων, της ατομίκευσης του προβλήματος και της αυθαίρετης απόσπασής του από το συνολικό του πλαίσιο (σύστημα υγείας, πολιτικές υγείας). Και όταν το πρόβλημα γίνει αποδεκτό ως ψυχολογικό, τότε η απομάκρυνση από την πραγματικότητα, άρα και η αποξένωση βρίσκει την ολοκλήρωσή της στην Ψυχολογία-Ψυχοθεραπεία (ομάδες, βιωματικά, ψυχολογική υποστήριξη) ή στην εξαργύρωση της επιβάρυνσης με  άλλα ανταλλάγματα. Μία προσβολή και απαξίωση τόσο των εργαζομένων όσο και της αξίας της ζωής των ίδιων των περιθαλπόμενων. Κατασκευάζονται έτσι συνθήκες που δεν σέβονται ούτε τους λειτουργούς υγείας, ούτε τους νοσηλευόμενους. Κατ’ επέκταση, γίνονται αποδεκτές εκείνες οι πολιτικές υγείας που απαξιώνουν συστηματικά τη δημόσια υγεία και δημιουργούν τις συνθήκες για την προώθηση της εμπορευματοποίησής της· της μετατροπής ενός αγαθού από ανθρώπινο δικαίωμα σε εμπόρευμα με αποτέλεσμα να ακυρώνεται η καθολικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας και να αυξάνεται γεωμετρικά ο ιδιωτικός τομέας. [4]
Άπειρα είναι επίσης τα παραδείγματα από τις εκπαιδευτικές-επιμορφωτικές πολιτικές διαφορών οργανισμών που ασχολούνται με τον ψυχοκοινωνικό τομέα (εξαρτήσεις, ψυχική υγεία, κ.λπ.). Εδώ μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης του νέου αλλά και του παλαιού προσωπικού (κατά προτίμηση ομαδική/βιωματική) καταλαμβάνει η πρόληψη ή η αντιμετώπιση του «καταγεγραμμένου» BurnoutToιδεολογικά ζητούμενο σε αυτές τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες δεν είναι η ενεργοποίηση του ατόμου, η δημιουργική του εμπλοκή και η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης αλλά η συναίνεσή του ότι αποτελεί ένα εν δυνάμει «πρόβλημα» σε ένα εξ ορισμού επιβαρυντικό περιβάλλον. Η διαπίστωση του κινδύνου ανοίγει εντέχνως τον δρόμο της ψυχολογικοποίησης και της θεραπευτικής αιχμαλωσίας. Ο διαθέσιμος θεραπευτικο-τεχνολογικός εξοπλισμός είναι πλούσιος. Έτσι μετατρέπεται σε πρόταγμα η «ανάπτυξη» και «ωρίμανση» του υποκειμένου μέχρι του σημείου της πλήρους αφομοίωσης των θεωριών και πρακτικών του πλαισίου, δηλαδή της συμμόρφωσής του σε ένα παγιωμένο πλαίσιο. Ενώ δηλαδή πιστοποιείται η παθογένεια του περιβάλλοντος, ενοχοποιείται ταυτόχρονα ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη. Η αναγνώριση αυτής της επιβάρυνσης ανταμείβεται και προβάλλει το συνδικαλιστικό αίτημα των επιδομάτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τρεις επιπλέον μέρες άδειας ετησίως για την «επαγγελματική εξουθένωση» στους εργαζόμενους σε δομές του ΟΚΑΝΑ). Επί πλέον πραγματοποιούνται σεμινάρια, αναλύονται οι θεωρίες, περιγράφονται τα συμπτώματα, προτείνονται πρακτικές αντιμετώπισης και όλοι υποδύονται τα θύματα ή τα εν δυνάμει θύματα του τέρατος της «Βαρεμάρας». Συνήθως βέβαια εγκαταλείπουν τα σεμινάρια περισσότερο κουρασμένοι από πριν και έτσι επιβεβαιώνονται εκ νέου οι προφητείες της συγκεκριμένης θεωρίας!!!
Δεν είναι τυχαίο που δεν συναντούμε πρακτικές που να προκύπτουν και να προτείνονται από αυτές τις θεωρίες και οι οποίες να οδηγούν τους εργαζόμενους στην ανατροπή ή στην κατάργηση του συστήματος, της δομής ή της υπηρεσίας που εργάζονται. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, κατάργηση θα σήμαινε και αμφισβήτηση των ίδιων των θεωρητικών-επιστημονικών μοντέλων στα οποία στηρίζονται. Επειδή όμως, όπως προανέφερα, αυτό δεν εμπεριέχεται στη λογική αυτής της θεωρίας περιορίζεται κανείς σε διακοσμητικού τύπου αλλαγές. Αλλαγές ή καταργήσεις δομών συναντούμε τις περισσότερες φορές με δημοσιονομικά κριτήρια στα πλαίσια της υποβάθμισης π.χ. των υπηρεσιών Υγείας ή Παιδείας και της ιδιωτικοποίησής τους. Αναφερόμαστε δηλαδή  στη συντήρηση τόσο των ίδιων των  δομών-θεσμών όσο και στη συντήρηση των διαχειριστών τους. Αυτό είναι και η πεμπτουσία της θεωρίας της «επαγγελματικής εξουθένωσης»: η συντήρηση των διαχειριστών της συντήρησης και κατ’ επέκταση η συντήρηση του ίδιου του συστήματος.
Η θυματοποίησή του ατόμου από τον πόνο ή την ανάγκη του συνανθρώπου του είναι το μέσο ολοκλήρωσης της αλλοτρίωσής του από τον ίδιο του τον εαυτό. Στην κλασική κατά τον Μαρξ αποξένωση του ανθρώπου από το δημιούργημά του, δηλαδή από το προϊόν που παράγει, έρχεται να προστεθεί η αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό βιώνοντας τον συνάνθρωπό του, δηλαδή και τον ίδιο, ως επιβαρυντικό παράγοντα. Γι’ αυτό και η ίδια η θεωρία του Burnout είναι προϊόν της ίδιας της αλλοτρίωσης που τη χαρακτηρίζει.


* Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ με θέμα: «Σύγχρονες Εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογίας και Ψυχολογία της Υγείας», Θεσσαλονίκη, 9-11.11. 2008.
** Αναπληρωτής καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., e-mail: trella@psy.auth.gr.
[1] FreudenbergerHJ. (1974). Staff burn-outJournal of Social Issues, 30, 159-165.
[2] Maslach, C. & Jackson S. E. (1981). The measurement of experienced burnout. Journal of OrganizationalBehavior. 2, 99-113.
[3] Σε αυτή ακριβώς τη λογική παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίας πολυάριθμες έρευνες και δημοσιεύσεις αναφορικά με το Burnout. Διαπιστώνει κανείς μια συναίνεση ως προς την συμπτωματοκεντρική προσέγγιση  του ατόμου ή του πλαισίου, αποσπασμένα από το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Τέσσερις είναι οι κυριότερες προσεγγίσεις: 1) Το μοντέλο της Maslach (Maslach & Jackson, 1981, ό.π.), γνωστό και ως «μοντέλο των τριών διαστάσεων», δηλαδή της συναισθηματικής εξάντλησης, της αποπροσωποίησης και της αδυναμίας προσφοράς, 2) Η προσέγγιση των Edelwich &Brodsky [Edelwich J., Brodsky A. (1980). Burn-Out - Stages of Disillusionment in the Helping. New YorkHumanSciences Press], οι οποίοι καταγράφουν την εξουθένωση ως διαδικασία που αποτελείται από τις φάσεις του ενθουσιασμού, της αδράνειας, της ματαίωσης και της απάθειας, 3) Το μοντέλο του Cherniss [ChernissC. (1980). StaffBurnout Job Stress in the Human ServicesBeverly HillsCaliforniaSage PublicationsInc], που αναφέρεται σε μια διαδραστική κατάσταση όπου παρατηρείται στο άτομο το εργασιακό άγχος, η εξάντληση και η απάθεια, και 4) Η προσέγγιση των Pines & Aronson, [PinesA. & AronsonE. (1981). Career burnout. New York: MacMillan], οι οποίοι διευρύνουν τους τομείς επαγγελματικής εξουθένωσης εκτός από τον τομέα της υγείας και σε άλλους τομείς. Εντοπίζουν και καταγράφουν συμπτώματα τόσο στο σωματικό όσο και  στο ψυχικό επίπεδο.
[4] «Η υγεία είναι ένα υπαρξιακό αγαθό. Είναι μία αξία χρήσης, η οποία στις κοινωνίες μας είναι συλλογική και δημόσια - όμοια με τον αέρα, το πόσιμο νερό, την εκπαίδευση ή την ασφαλή μετακίνηση και τη δικαστική ασφάλεια. Η φροντίδα υγείας είναι μία κοινωνική ανάγκη. Και η κοινωνική οργάνωση της φροντίδας υγείας πρέπει να είναι προσανατολισμένη προς αυτή την ανάγκη - και όχι προς άλλους στόχους και συμφέροντα τα οποία καθορίζονται από την αγορά και τα κέρδη.» [DeppeHU. (2007). Παρούσα κατάσταση και προοπτικές των καθολικών συστημάτων υγείας. Κοινωνία & ψυχική Υγεία, 6ο τεύχος, σ. 17].



Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Πανελλαδικής Συσπείρωσης για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση