Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Οι εισηγήσεις των εργαζομένων σε Κέντρα Πρόληψης, από τα Πρακτικά της Ημερίδας "Η Πρόκληση της Συνεργασίας στην Αντιμετώπιση της Εξάρτησης: Συνδέσεις, Φραγμοί, Προοπτικές"


Δημοσιεύουμε ξεχωριστά τις δύο εισηγήσεις των Μελών του Σωματείου μας, Βασιλικής Παπαλάμπρου και Άννας Τζάκου, στην Ημερίδα που διοργανώσαμε και διεξήχθη στις 18/03/2016, με θέμα "Η Πρόκληση της Συνεργασίας στις Δομές Αντιμετώπισης της Εξάρτησης: Συνδέσεις, Φραγμοί, Προοπτικές".

Στην Ημερίδα εισηγήθηκαν και συνάδελφοι εργαζόμενοι του ΠΕΘΕΑ-ΑΡΓΩ, του 18 ΑΝΩ, του ΟΚΑΝΑ, του ΚΕΘΕΑ, του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας.

Οι εισηγήσεις των συναδέλφων Παπαλάμπρου και Τζάκου έχουν αναφορές και σε όψεις της κατάστασης, που επικρατεί στα Κέντρα Πρόληψης και την οποία θέλουμε και διεκδικούμε να ανατρέψουμε, μέσω της ριζικής αλλαγής του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των δομών, με τη μετεξέλιξή τους σε Ενιαίο, Αυτόνομο, Ανεξάρτητο Φορέα που θα συνεργάζεται ισότιμα με όλες τις υπόλοιπες δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης.



Βασιλική Παπαλάμπρου 


Ισοτιμία θεσμών: Θεμέλιο συνεργασιών για σύγχρονα εγχειρήματα κοινωνικής παρέμβασης


Δεν είναι ίδια όλα τα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων & Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας, δεν διαπνέονται απ’ τις ίδιες ακριβώς αντιλήψεις γύρω από την Πρόληψη οι εργαζόμενοι σε αυτά. Ωστόσο, ένα σημείο που συμφωνούν  είναι η κεντρική σημασία της Συνεργασίας, ως περιεχομένου, διαδικασίας και στόχου της Πρόληψης.
Υπάρχουν διάφορα είδη και  διαβαθμίσεις συνεργασίας. Για κάποιους συνεργασία είναι, για παράδειγμα μια κοινή εκδήλωση με πολλούς φορείς, που διαρκεί λίγες ώρες και  δεν συνεχίζεται με οποιαδήποτε μορφή. Για άλλους, συνεργασία είναι ο από κοινού σχεδιασμός με  εκπαιδευτικούς και η εφαρμογή ενός προγράμματος πρόληψης μακράς διάρκειας στο σχολείο, χωρίς φλας φωτογραφικών μηχανών και επίσημους λόγους. Για κάποιους συνεργασία είναι μια ψυχρή σύμπραξη για την απορρόφηση ενός ευρωπαϊκού κονδυλίου. Για άλλους ενδεχομένως, όλα αυτά να συνιστούν συνεργασία.
Αυτό που κατά τη γνώμη μου μας ενδιαφέρει στο τραπέζι αυτό, είναι η συνεργασία ως ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις (με άλλα λόγια ως ένα από τα τέσσερα επίπεδα της δικτύωσης) οι οποίες δυναμώνουν την Πρόληψη ως Κοινωνική Παρέμβαση.
Ανάμεσα στα ερωτήματα που εγείρονται γύρω από την υπόθεση αυτή, είναι η ύπαρξη ή μη θεσμικών δικλείδων, που θα επιτρέπουν τις συνεργασίες – η ύπαρξη ή μη ενός αντικειμενικού παράγοντα, για να μιλήσουμε με μια γλώσσα που δεν πολυχρησιμοποιείται πια. Η απάντηση στο ερώτημα είναι δυστυχώς εύκολη: Δεν υφίστανται θεσμικές δικλείδες. Τουναντίον, το μεγαλύτερο μέρος των θεσμικών προβλέψεων περί τη συνεργασία, είναι έτσι δομημένες (ή απούσες) ώστε να προάγουν τον κατακερματισμό, τον ανταγωνισμό, την καταπίεση και τελικά την κατάπνιξη ενδεχόμενα κοινών προσπαθειών, τη ματαίωση και το «ταμπούρωμα».
Στον χρόνο που έχω, θα προσπαθήσω να αναδείξω πλευρές του θεσμικού προβλήματος των Κέντρων Πρόληψης, ως ανασταλτικού παράγοντα συνεργασιών, ξεκινώντας με την παράθεση ενός παραδείγματος, που περιλαμβάνει: Το Υπουργείο Παιδείας, τον ΟΚΑΝΑ, εκατοντάδες σχολικές μονάδες και τις 67 αστικές εταιρείες στις οποίες ανήκουν τα 75 Κέντρα Πρόληψης της χώρας.

Κομίζοντας γλαύκες στη σχολική κοινότητα
Παρότι όλα αυτά τα χρόνια οι εργαζόμενοι στα Κέντρα Πρόληψης έχουμε οικοδομήσει μάλλον σοβαρές, σταθερές και συνεχιζόμενες συνεργασίες με τα σχολεία σε τοπικό επίπεδο, σε επίπεδο «ηγεσίας» ανακοινώνονται διαρκώς εγκύκλιοι, πρωτόκολλα, υπουργικές αποφάσεις, που δήθεν εισάγουν, «ρυθμίζουν και καθορίζουν την συνεργασία». Φυσικά, μονάχα αυτό δεν κάνουν. Γιατί, στην πραγματικότητα, έρχονται να παρουσιάσουν σαν καινοφανές, κάτι που έχει ήδη συμβεί από τα «κάτω» και παλεύει να αναπτυχθεί κόντρα στα εμπόδια που δημιουργούνται από τα «πάνω». Αυτές οι «ρυθμίσεις» δεν ενδιαφέρονται, λοιπόν, για το τι και πώς συνέβη, με ποιες πρακτικές δυσκολίες, με ποιες θετικές και αρνητικές πλευρές, άρα ούτε για το πώς αυτό μπορεί να προχωρήσει παρακάτω. Γι’ αυτό δεν έχουν επιλύσει βασικά εμπόδια, με συνέπεια οι παρεμβάσεις να στερούνται βασικών προϋποθέσεων υλοποίησης, ανάπτυξης και βελτίωσης, έχοντας όγκους επίσημων εγγράφων παραμάσχαλα…
Γίνομαι πιο συγκεκριμένη, ερχόμενη στο παράδειγμα:
Οι πρώτες υπουργικές αποφάσεις -με τα αντίστοιχα πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ υπουργείων παιδείας και υγείας- που «υπογράφονται» στα τέλη του 2010 και στις αρχές του 2011, δεν «περιλαμβάνουν» τα Κέντρα Πρόληψης. Και όμως, το έγγραφο που αποστέλλεται στα σχολεία το ’12 -με θέμα «Δράσεις κατά της βίας στο σχολείο την 6η Μαρτίου»- δημιουργεί καταιγισμό αιτημάτων από τα σχολεία προς τα Κέντρα Πρόληψης, για υλοποίηση ή στήριξη παρεμβάσεων, ως αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας σε θέματα προαγωγής υγείας κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το ίδιο διάστημα ανακοινώνονται στα ΜΜΕ δράσεις -μέσω ΕΣΠΑ- κατά του σχολικού εκφοβισμού, χωρίς καμία αναφορά στα Κέντρα Πρόληψης που υλοποιούν από την αρχή της λειτουργίας τους αυτές τις παρεμβάσεις.
Η πραγματική ζωή εξελίσσεται  ξανά εκτός σχεδιασμών και τα Κέντρα Πρόληψης καλούνται  από την ίδια την κοινωνία να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά». Τον Οκτώβριο του 2014 ο ΟΚΑΝΑ συμμετέχει  στο συντονιστικό όργανο για το «κοινωνικό σχολείο» -για μία ακόμη φορά υποδυόμενος τον εκπρόσωπο των Κέντρων Πρόληψης, ενώ δεν είναι,- και προωθεί σε αυτά επιστολή με τίτλο «Συνεργασία Κ.Π. στο πλαίσιο του προγράμματος 'κοινωνικό σχολείο'». Βάσει αυτής ζητείται  -εκτός από τα απολογιστικά στοιχεία- η  «συνεργασία» με το Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης, σε επίπεδο Σχολών Γονέων. Στις προφορικές διευκρινίσεις από τον Οργανισμό (οι επιστολές που στέλνονται   ποτέ δεν απαντώνται γραπτά), η εν λόγω  «συνεργασία» συνίσταται στην υλοποίηση από τα Κέντρα Πρόληψης μιας και μοναδικής συνεδρίας με θεματική τις εξαρτήσεις, στις σχολές γονέων που θα πραγματοποιεί το ΙΝΕΔΙΒΙΜ…
Ο χορός των υπουργικών αποφάσεων καλά κρατεί, με την τελευταία  υπουργική απόφαση (Γενάρης 2016) να αφορά τη σύσταση κεντρικής επιστημονικής επιτροπής, η οποία θα εποπτεύει και θα συντονίζει το δίκτυο πρόληψης και αντιμετώπισης της σχολικής βίας, του εκφοβισμού, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, του χουλιγκανισμού, της ομοφοβίας και γενικότερα τη λεγόμενη «οργάνωση του Δημοκρατικού σχολείου». Επίσης, αναγράφεται ότι οι σχετικές συνεργασίες θα γίνονται με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Καθώς έγραφα αυτή την εισήγηση, κοινοποιείται και νέο μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και ΟΚΑΝΑ, βασισμένο στην προαναφερόμενη υπουργική απόφαση. Η «εξειδίκευση των δράσεων» συνεχίζεται.
Η αποσπασματικότητα και η επιδερμικότητα επιβάλλονται μετ’ επαίνων. Οι σύντομες, «πυροσβεστικές» και επικοινωνιακές «επεμβάσεις» πριμοδοτούνται έναντι της παρέμβασης, έτσι κι αλλιώς τα νούμερα μονάχα ενδιαφέρουν. Το μνημόνιο δεν αίρει το δικαίωμα συνεργασιών με ιδιωτικούς φορείς. Θα μου πείτε, εδώ ο νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών του 2013 δεν αναφέρει καν προδιαγραφές για τις ιδιωτικές δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης. Τα πρακτικά προβλήματα μένουν συσσωρευμένα κι ανυπέρβλητα, αλλά το «δημοκρατικό σχολείο» ανθίζει και τα «κεντρικά» του ΟΚΑΝΑ έχουν συμμετάσχει σ’ αυτή τη «δημοκρατική αλλαγή», αποφασίζοντας για τα Κέντρα Πρόληψης χωρίς αυτά…

Θεσμικά κενά επί τάπητος
Όσα αναφέραμε στα προηγούμενα παραδείγματα, μαζί με πολλές ακόμη εκτροπές και λαθροχειρίες, που ο χρόνος δεν επαρκεί για να τις αναφέρουμε, «συναντιούνται» με χρόνιες παθογένειες των σχολείων, που ταλαιπωρούν εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς, αλλά και με το σοβαρότατο θεσμικό έλλειμμα των Κέντρων Πρόληψης. Θα αναφέρω ενδεικτικά αποτελέσματα αυτής της «συνάντησης»:
  1. Η υλοποίηση των δράσεων των Κέντρων Πρόληψης σε ολόκληρες περιφέρειες σχολικών μονάδων εξαρτάται από τη διάθεση του εκάστοτε Προϊσταμένου Εκπαίδευσης ή Διευθυντή σχολείου, ή Υπευθύνου Σχολικών δραστηριοτήτων ή Σχολικού Συμβούλου, οι οποίοι ερμηνεύουν κατά το δοκούν τις εγκυκλίους, εξαιτίας και της ασάφειάς τους. Ολόκληροι προγραμματισμοί δράσεων στη σχολική κοινότητα αλλάζουν ή διακόπτονται με παρεμβάσεις προσώπων από τις προαναφερόμενες θέσεις.

  2. Η ασυντόνιστη εμπλοκή πολλών φορέων -που υλοποιούν αποσπασματικές παρεμβάσεις- έχει ως αποτέλεσμα μια αχρείαστη αλληλοεπικάλυψη. Αρκετές δράσεις, μάλιστα, είναι από αναποτελεσματικές μέχρι επικίνδυνες, αφού όλοι, σχετικοί και μη, «τρέχουν» να κάνουν κάποια «δράση». Στις περιπτώσεις αυτές συγκαταλέγονται επαγγελματικές ομάδες όπως  αστυνομικοί, ιατροδικαστές, εργαζόμενοι στους Δήμους, στα Κέντρα Υγείας, η παρουσιάστρια της τηλεοπτικής εκπομπής που είναι και ψυχολόγος ή η ψυχολόγος εξ Αμερικής που γνώρισε ο Διευθυντής του σχολείου στην παραλία της Χαλκιδικής πέρσι το καλοκαίρι….
Επιπλέον, διάφορες ΜΚΟ στήνουν προγράμματα «πρόληψης», διάρκειας 5-6 μηνών, μόνο και μόνο για να απορροφήσουν ΕΣΠΑ. Υπενθυμίζω ότι τα Κέντρα Πρόληψης είναι οι μοναδικές δομές που παρέχουν  μακροχρόνιες ,συνεχείς και βιωματικές  υπηρεσίες πρωτογενούς πρόληψης λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ιδιαίτερα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, ίσως μάλιστα επειδή ακριβώς δεν απορροφούν ΕΣΠΑ…
  1. Βάσει των «διευκρινίσεων» για τις σχολές γονέων του  ΙΝΕΔΙΒΙΜ, τα Κέντρα Πρόληψης υποχρεώνονται σε «συνεργασία» αντίθετη με τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία τους στον χώρο της οικογένειας, δεδομένου ότι τα Κέντρα Πρόληψης υλοποιούν κάθε χρόνο πλήθος σεμιναρίων για γονείς, διάρκειας έως 3 μηνών ή και περισσότερο. Πολλά από αυτά, μάλιστα, συνεχίζονται -εφ’ όσον υπάρχει αίτημα-, με απώτερο στόχο την μετεξέλιξη των ομάδων σε «πυρήνες» πρόληψης στις τοπικές κοινωνίες (π.χ. Πρόγραμμα «εκπαίδευση στην αυτοδιαχείριση», ομάδες ενεργών πολιτών). Καμία σχέση με τη μία συνεδρία των εξαρτήσεων ανά ομάδα, σύμφωνα με την «καθοδήγηση» του κατά τα λοιπά επιστημονικού επόπτη ΟΚΑΝΑ.

  2. Επιπλέον ενώ τα Κέντρα Πρόληψης είναι σε άμεση και διαρκή συνεργασία (μέσω των σεμιναρίων) με γονείς και εκπαιδευτικούς, δεν τους επιτρέπεται  να έρθουν σε μια πρώτη διερευνητική επαφή με τον μαθητή στο χώρο του σχολείου, όταν εκφραστεί σχετικό αίτημα από το σχολείο με τη συγκατάθεση γονιού, επειδή δεν είναι  δημόσιος φορέας.

  3. Η μορφή της αστικής εταιρείας εξάλλου, πολλές φορές έχει σταθεί εμπόδιο σε συνεργασίες και από την άποψη ότι πολλοί εκπαιδευτικοί, βάσει των εμπειριών τους, δεν θέλουν ΜΚΟ στα σχολεία – εμπιστεύονται μονάχα υπηρεσίες που όχι μόνο είναι, αλλά και φαίνονται δημόσιες, άρα είναι πιο πιθανό να μην κάνουν «δράσεις-φωτοβολίδες». Οι εργαζόμενοι στα Κέντρα, διαχρονικά στη γκρίζα ζώνη μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, έχουν βρεθεί πολλές φορές αντιμέτωποι με ζητήματα νομιμότητας, που όλες οι εγκύκλιοι του κόσμου δεν μπορούν να ρυθμίσουν, όσο διατηρείται το καθεστώς των επιχορηγούμενων Αστικών Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών.
Το νομικό αυτό μόρφωμα, τέλος, έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένας ενιαίος ισότιμος  «συνομιλητής», που θα διαβουλευτεί με τα Υπουργεία, θα μεταφέρει ο ίδιος τη φιλοσοφία, το σκεπτικό, τις άμεσες εμπειρίες και το έργο των δομών, θα προωθήσει από τη δική του σκοπιά σαφείς δικλείδες συνεργασίας.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης Ρακιντζή για τα Κέντρα Πρόληψης (2011) επιβεβαιώνουν, από μιαν άλλη οπτική, τα παραπάνω:
«… Το Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ των Υπουργείων Υγείας και Παιδείας δεν έχει αξιοποιηθεί, παρόλο που έχουν περάσει τουλάχιστον 6 χρόνια από την υπογραφή του. Παρατηρείται πολύ μικρή διείσδυση στην σχολική κοινότητα όχι με ευθύνη των Κέντρων … Οι δράσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα σε σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν ευοδωθεί κατόπιν των σχετικών πρωτοβουλιών του επιστημονικού προσωπικού των Κέντρων  για την εξασφάλιση των σχετικών αδειών … Παρατηρείται ελλιπής ενθάρρυνση, ακόμη και καχυποψία εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με την υλοποίηση δράσεων από στελέχη των Κέντρων Πρόληψης στη σχολική κοινότητα …»

Ο «από τα κάτω» αγώνας για συνεργασίες
Κοντά στο παράδειγμα αυτό, υπάρχουν και άλλα πάρα πολλά, που αναδεικνύουν τα προβλήματα συνεργασίας με το Υπουργείο Υγείας, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, το Υπουργείο Άμυνας, τις δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης και τις ψυχοκοινωνικές δομές εν γένει, σαφώς και την τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δευτέρου βαθμού, που μάλιστα εκπροσωπείται στα Δ.Σ. των Κέντρων Πρόληψης.
Ευελπιστώ ότι, στο πλαίσιο του διαλόγου που θα ακολουθήσει τις εισηγήσεις, θα έχω τη δυνατότητα να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα, ειδικά με την τοπική αυτοδιοίκηση μιας και η παρέμβαση στο επιστημονικό έργο ήταν το «κοινό μυστικό» όλων όσων δουλεύουν στις αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες / Κέντρα Πρόληψης. Κάνω αυτή την αναφορά ως απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι τα Κέντρα Πρόληψης ως Αστικές Μη κερδοσκοπικές Εταιρείες έχουν το «πλεονέκτημα της  αυτονομίας του επιστημονικού έργου»…
Απέναντι, πάντως, σ’ αυτά τα δεδομένα, πολλά Κέντρα Πρόληψης, προσπαθώντας να βελτιώσουν τις «συνθήκες» μέσα στις οποίες καλούνταν να υλοποιήσουν το έργο τους, «απάντησαν» με τη δικτύωση, δεδομένου ότι, όπως προανέφερα για τους περισσότερους  εργαζομένους Φιλοσοφία Πρόληψης και δικτύωση (δηλαδή επικοινωνία, συνεργασία, συντονισμός, διασύνδεση) είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες.
Θα αναφέρω μονάχα ένα -λόγω χρόνου- παράδειγμα συνεργασίας «από τα κάτω». Πρόκειται για την Ομάδα Δικτύωσης των Ψυχοκοινωνικών Υπηρεσιών της Περιφερειακής Ενότητας Χαλκιδικής. Η ομάδα δημιουργήθηκε στις αρχές του 2007, με πρωτοβουλία του Κέντρου Πρόληψης Χαλκιδικής. Η σχετική ανάγκη προέκυψε από τη διαπίστωση, ότι η χωρίς σχεδιασμό και συντονισμό «εμπλοκή» των διαφόρων υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των αιτημάτων βοήθειας της κοινότητας, είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο μη επιστημονικές αποκρίσεις, αλλά και τραγικές συνέπειες σε κάποιες περιπτώσεις (περιστατικό παιδικής κακοποίησης). Αρχικός στόχος του εγχειρήματος ήταν, να προκύψει ένα δίκτυο συνεργασίας των υπηρεσιών που εμπλέκονται στην υποδοχή των αιτημάτων βοήθειας (περιστατικών) οποιασδήποτε φύσης – και κατά συνέπεια να διασφαλιστεί η επιστημονική αντιμετώπισή τους και η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων. Στην πορεία εκφράστηκε η ανάγκη των μελών για αλληλοεποπτεία, μοίρασμα, ανατροφοδότηση, ανάπτυξη επιμέρους συνεργασιών, οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της κάθε δομής, καθώς και ανάληψη κοινών και δυαδικών δράσεων.
Η ομάδα διευρύνθηκε (η διεύρυνση ήταν ένα από τα «δυνατά σημεία», σύμφωνα με την αυτοαξιολόγηση της ομάδας) πριν από λίγους μήνες, με τη συμμετοχή του Δικτύου για την πρόληψη της βίας στα σχολεία της Π.Ε. Χαλκιδικής, δηλαδή με τη συμμετοχή από τον χώρο της εκπαίδευσης των Σχολικών Συμβούλων Α΄θμιας & Β΄θμιας Εκπαίδευσης, Υπευθύνων Σχολικών Δραστηριοτήτων (το ΚΕ.Δ.Δ.Υ και ο Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων συμμετείχαν από πριν). Μετά από 8 χρόνια ένα σοβαρό περιστατικό (στην Ορμύλια Χαλκιδικής) αντιμετωπίζεται με τον καλύτερο ίσως τρόπο, ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η ομάδα.
Η αξιολόγηση της ομάδας ανέδειξε ως «αδύνατο σημείο» / «απειλή» τις παρεμβάσεις των αιρετών στη λειτουργία της ομάδας και στο έργο της .
Δεν είναι τυχαίο ότι το Κέντρο Πρόληψης συμμετείχε σε όλο αυτό το εγχείρημα με νέα διοίκηση, ούτε ότι οι παρεμβάσεις αυτές αφορούσαν δομές με εξαιρετικά προβληματικό θεσμικό πλαίσιο (τα προγράμματα «Βοήθεια στο Σπίτι» και άλλες αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες).

Οι θεσμικές προϋποθέσεις της συνεργασίας
Φτάνοντας στο κατά προσέγγιση «κλείσιμο» ενός ζητήματος που καλά-καλά δεν άνοιξε με την εισήγησή μου, θα ήθελα να τονίσω ορισμένα σημεία, που θεωρώ κομβικά σ’ έναν διάλογο γύρω από τη συνεργασία στο πεδίο της πρόληψης & αντιμετώπισης της εξάρτησης αλλά και των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων εν γένει.
Οι δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης στην Ελλάδα, εκτός του ΟΚΑΝΑ που υπήρξε από την αρχή καθαρά κρατική πρωτοβουλία, αναπτύχθηκαν με βάση τον ισχυρό βολονταρισμό εμπνευσμένων ομάδων και τη σύνδεση με το πιο ζωντανό, αγωνιστικό τμήμα της κοινωνίας.
Αρχικά το ΚΕΘΕΑ, με τον Φοίβο Ζαφειρίδη, τον ιδρυτή της «Ιθάκης». Θυμάμαι τις τοπικές εφημερίδες εκείνης της εποχής να μιλάν για ένα κοινωνικό «πείραμα» που γίνεται στη Θεσσαλονίκη. Κατόπιν, οι πρωτοβουλίες της Κατερίνας Μάτσα και, αργότερα, του Παναγιώτη Γεωργάκα, που μετέτρεψαν τμήματα ψυχιατρικών νοσοκομείων σε πρωτοποριακές κοινοτικές δομές θεραπείας. Οι κοινοτικές αυτές δομές ένοιωσαν νωρίς την ανάγκη να προασπίσουν την ιδιαίτερη ιδρυτική «φιλοσοφία» τους από τις επιβολές του κράτους, στα ευρύτερα πλαίσια του οποίου αναγκαστικά, λόγω οικονομικών αναγκών, λειτουργούσαν. Η ανάγκη αυτή συχνά διαμόρφωνε μια στάση «κλειστότητας» απέναντι στη λειτουργική διασύνδεση σε ένα ευρύτερο κοινό σύστημα.
Από την άλλη πλευρά, ο ΟΚΑΝΑ διαχρονικά τασσόταν υπέρ ενός σχήματος διασύνδεσης των φορέων αντιμετώπισης της εξάρτησης, στο οποίο αυτός θα ηγεμόνευε, θα είχε «το πάνω χέρι».
Τα Κέντρα Πρόληψης, από μια τρίτη θέση, δεν είχαν ποτέ μια ενιαία στάση απέναντι στο ζήτημα της διασύνδεσης των φορέων – ακριβώς λόγω του πολυκερματισμού τους. Η μόνη συλλογικότητα που έχει μια σαφή θέση μέσα από τις Γενικές Συνέλευσης των Μελών της και τη διεκδικεί δυναμικά, είναι το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, που διοργανώνει και τη σημερινή Ημερίδα.
Η θέση της συλλογικότητάς μας είναι ότι, ιδιαίτερα στο περιβάλλον της πολύπλευρης κρίσης, τόσο οι φόβοι όσο και οι ηγεμονισμοί πρέπει να δώσουν τη θέση τους στη διάθεση συνεργασίας. Αναγκαία προϋπόθεση για αυτό είναι ένας «καθαρός» λόγος από την πλευρά της Πολιτείας, που θα τονίζει ότι έχει να ωφεληθεί από την πολυφωνία, τη συλ-λειτουργία «φιλοσοφιών» και επιστημονικών προσεγγίσεων, χωρίς κρυμμένες προθέσεις «μνημονιακών» μαζεμάτων ή ναπολεοντισμών όσων εκπροσωπούν οργανικά την κυβερνητική πλευρά.
Σήμερα, λοιπόν, που το Υπουργείο Υγείας μιλά για «λειτουργική διασύνδεση» των δομών αντιμετώπισης της εξάρτησης, η συλλογικότητά μας βλέπει μια Θέση χρόνων να περνά στην επίσημη κυβερνητική ατζέντα, αρκεί να τηρούνται οι εξής βασικοί άξονες υλοποίησης ενός τέτοιου εγχειρήματος:
– Δημιουργία ενός πραγματικού, ουσιαστικού Εθνικού Συντονιστικού Κέντρου που θα ενημερώνεται -κατά το δυνατό αδιαμεσολάβητα-, θα συντονίζει, θα αξιολογεί, θα πιστοποιεί τις δομές και δράσεις πρόληψης, θα οργανώνει σχετικές εκπαιδεύσεις και επιμορφώσεις, θα διευκολύνει τη συνεργασία των υπαρκτών δομών του χώρου των εξαρτήσεων, τις δικτυώσεις με άλλες ψυχοκοινωνικές δομές  κ.ο.κ.
– Σύνταξη και εφαρμογή ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την αντιμετώπιση του φαινομένου της εξάρτησης – κενό που κακήν-κακώς «μπαλώνεται» με πρόχειρες, φευγαλέες, ανούσιες και συχνά επικίνδυνες πρωτοβουλίες του ενός ή του άλλου Υπουργείου, με έντονο το τυχοδιωκτικό στοιχείο, ιδιαίτερα όταν οι πρωτοβουλίες αυτές γεννιούνται στη φάτνη ενός επιχειρηματικού ευρωπαϊκού προγράμματος.
– Ισότιμη συμμετοχή όλων των υπαρκτών φορέων του χώρου των  εξαρτήσεων  στη σύνταξη και εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου και στην επικοινωνία με το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο, ως αυτοκέφαλων φορέων.
– Υπάρχει, όμως, εδώ και μια «προϋπόθεση της προϋπόθεσης»: Δεν μπορούμε να συζητάμε για ισοτιμία μεταξύ φορέων, χωρίς να μετεξελιχθούν τα Κέντρα Πρόληψης σε αυτοκέφαλο φορέα Πρόληψης. Μέχρι σήμερα, τα Κέντρα Πρόληψης δεν λειτουργούν ως φορέας, αλλά ως 67 ξεχωριστές αστικές εταιρείες, με 391 εργαζομένους και 469 μέλη διοικήσεων. Αντίστοιχα σοβαρά -παρότι όχι τόσο σύνθετα- ζητήματα ύπαρξης αντιμετωπίζουν το 18 ΑΝΩ και οι δομές του ΨΝΘ – και θα σταθούμε στο πλευρό των συναδέλφων, στηρίζοντας τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους για επίλυση των προβλημάτων.

Ειδικότερα για τα Κέντρα Πρόληψης
Κατά συνέπεια, χρειάζεται η πολιτική ηγεσία να διασφαλίσει τη συνέχεια και την ανάπτυξη του έργου των Κέντρων Πρόληψης, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του ιδιαίτερου τοπικού/αποκεντρωτικού χαρακτήρα τους, με την ίδρυση ενός αυτόνομου Θεσμού, με την ταυτόχρονη ένταξη του συνόλου τους και των εργαζομένων τους σε αυτό. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη, ότι η δουλειά  των Κέντρων Πρόληψης -από την αρχή της λειτουργίας τους- ξεπερνά κατά πολύ το αντικείμενο των δομών Αντιμετώπισης των Εξαρτήσεων, καθώς διασυνδέει την Πρόληψη των Εξαρτήσεων με την Προαγωγή της Ψυχοκοινωνικής Υγείας, τη δημόσια υγεία, την εκπαίδευση και τη στρατηγική της κοινοτικής παρέμβασης. Συνεπώς, μέσα σε ένα σύστημα λειτουργικά διασυνδεόμενων δομών έχει σημασία ο «πυλώνας» της Πρόληψης να έχει το δικό του αυτόνομο ενιαίο  κέντρο, που θα συνδέεται οριζόντια και θα συνομιλεί  ισότιμα με τους υπόλοιπους φορείς, εντός του εθνικού πλαισίου «διασύνδεσης».
Χρειάζεται,  να γίνει κατανοητό στην πολιτική ηγεσία ότι η συνεργασία μεταξύ Κέντρων Πρόληψης και ΟΚΑΝΑ, παρά τα όσα προσέφερε στα αρχικά στάδια του εγχειρήματος έχει πια ξεπεραστεί. Η  φράση «σε συνεργασία με τον Οργανισμό κατά των Ναρκωτικών» -την οποία η αστική εταιρεία έχει ρητή υποχρέωση να αναγράφει σε κάθε επίσημο έγγραφο- στην ουσία δεν υφίσταται. Εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι συνεργασία για την ανάπτυξη της Πρωτογενούς Πρόληψης, αλλά διελκυστίνδα μεταξύ, της επιβολής αποφάσεων στελεχών και κάποιων ηγεσιών του ΟΚΑΝΑ και αντίστασης της συλλογικότητας των εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης. Επιπλέον  στελέχη του Οργανισμού με διάθεση και πορεία συνεργασίας με τα Κέντρα Πρόληψης απομονώνονται και οι «φωνές» τους παραμένουν μέσα σ’ ένα συρτάρι στα «κεντρικά» του Οργανισμού.

Σε ενεργητική αναμονή ή διεκδικώντας το αυτονόητο
Στο «αναγνωστικό» της κοινωνιολογίας «Η κοινωνία του ανθρώπου»,  ο καθηγητής Τσαούσης γράφει:
«… Η κοινωνική συνοχή βρίσκει την ενεργό της έκφραση όταν κοινωνικά σημαντικοί σκοποί επιδιώκονται μέσω της ανάληψης κοινωνικά προσανατολισμένης δράσης η οποία κάποια στιγμή παγιώνεται και ανάγεται σε κανόνα ενέργειας δηλαδή αποκτά υποχρεωτικό χαρακτήρα. Τότε μιλάμε για θεσμούς …
»… Ο δεσμευτικός χαρακτήρας της παγιωμένης δράσης που είναι ο θεσμός θεμελιώνεται σε δύο βάσεις: στην αναγνώριση της αποτελεσματικότητάς της και στην πεποίθηση ότι απ’ όλες τις μορφές δράσης που παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα ,η επιλεγμένη μορφή είναι η ορθή και πρέπουσα …
»… Όταν μια μορφή παγιωμένης δράσης κρίνεται εξ υπαρχής αποτελεσματική και πρέπουσα, περιβάλλεται από την πρώτη στιγμή με υποχρεωτικό χαρακτήρα. Δηλαδή θεσμοθετείται, μέσω τυπικών πράξεων με πιο βασική τον νόμο. Στις σύγχρονες κοινωνίες … το φαινόμενο αυτό είναι τόσο συχνό ώστε να αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τους …»
Τα Κέντρα Πρόληψης μετά από 20 και πλέον χρόνια λειτουργίας περιμένουν τη «θεσμοθέτησή» τους στη βάση αυτού που απέδειξαν ότι κάνουν καλά και όχι στη βάση αυτών που άλλοι θα ήθελαν να κάνουν… Περιμένουν την ψήφιση ενός συγκροτημένου θεσμικού πλαισίου….
Το συμπέρασμα ότι η χώρα μας δεν ανήκει στις «σύγχρονες κοινωνίες», ίσως να μην έχει μονάχα αρνητικές χροιές… Ίσως, μάλιστα, να υπερισχύουν οι θετικές χροιές, βλέποντας ας πούμε τον τρόπο με τον οποίο οι «σύγχρονες κοινωνίες» αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της προσφυγιάς και τον άνθρωπο-πρόσφυγα…
Το συμπέρασμα, όμως, ότι σε μια χώρα που διαλύεται μέρα με τη μέρα, η θεσμοθέτηση ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας αναβάλλεται επ’ αόριστον, εξ αιτίας μιας λογικής μαγαζάτορα από κέντρα συμφερόντων και εξουσίας, κανένα θετικό δεν προμηνύει. Ούτε για τους ανθρώπους αυτής της χώρας που είναι οι αποδέκτες των υπηρεσιών, ούτε για όσους εργαζομένους και όσες εργαζόμενες των Κέντρων Πρόληψης, του 18 ΑΝΩ, του ΠΕΘΕΑ ΑΡΓΩ, του ΚΕΘΕΑ, του ΟΚΑΝΑ, του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας, συνεχίζουν να προσπαθούν «από τα κάτω» για ένα αδειανό πουκάμισο, ραμμένο από μύριες μικρές κλωστίτσες Αυταπάρνησης, Προσφοράς, Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης…

* Η Βασιλική Παπαλάμπρου είναι Κοινωνιολόγος, Επιστημονικά Υπεύθυνη Κέντρου Πρόληψης Χαλκιδικής «Πνοή»



Άννα Τζάκου


Δικτύωση: Ανάγκη για μια αναστοχαστική ματιά πάνω στον κατακερματισμό των ανθρωπιστικών επιστημών και την «Αυτάρκεια του Ειδικού»


Η δικτύωση είναι μια λέξη αρκετά δημοφιλής τον τελευταίο καιρό.
Πιο συγκεκριμένα, η ανάγκη για δικτύωση, η έλλειψη αυτής, η χρησιμότητά της.
Τα μεμονωμένα προβλήματα των δομών πρόληψης και θεραπείας στην ουσία είχαν πολλά κοινά και προκλήθηκε μια μακρά διαδρομή, κατά την οποία υπήρχε επικέντρωση στο εσωτερικό και την ιδιαιτερότητα του κάθε φορέα.
Έχουμε φτάσει στο συμπέρασμα, μετά από πολλές συζητήσεις και στοχασμούς, ότι αυτή την εποχή της κρίσης είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ η ανάγκη για δικτύωση και συνεργασία φορέων, ανθρώπων, θεσμών και επαγγελμάτων. Και η αλήθεια είναι ότι τώρα που έχουν προκύψει αξεπέραστα προβλήματα στη θεσμική κατάσταση και τη βιωσιμότητα των δομών πρόληψης, θεραπείας και επανένταξης, ένας κοινός αγώνας με ενοποιημένη σκέψη αποτελεί ουσιαστικά μονόδρομο.
Όλοι γνωρίζουμε ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να αναζητά την ύπαρξη των άλλων και τη βοήθειά τους, προκειμένου να επιβιώσει. Αυτό συναντάται σε όλες τις κοινωνίες. Επίσης, σε εποχές που η ζωή είναι δύσκολη σε επίπεδο οικονομικό και κοινωνικό, έχουμε παρατηρήσει η συλλογική διεκδίκηση να έχει επιφέρει αποτελέσματα.
Στη σημερινή εποχή, οι συνθήκες είναι δύσκολες, βιώνουμε πολυσύνθετα κοινωνικά προβλήματα, ενώ επικρατεί και έντονη, μαζική δυσαρέσκεια. Εντούτοις, υπάρχει παράλληλα κι ένα έντονο μούδιασμα. Επομένως, ένα ερώτημα που γεννάται είναι: τι έχει συμβεί στη φύση του ανθρώπου, και χρειάζεται να σκεφτεί και να αναζητήσει εκ νέου τους άλλους και τη συνεργασία τους, να πειστεί για την αναγκαιότητα της ένωσης και του κοινού σκοπού;
Στη σημερινή εποχή αναφέρουμε συχνά τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών, την απουσία συλλογικοτήτων από την κοινωνική ζωή ως κύρια αιτία για σειρά κοινωνικών προβλημάτων, όπως την αποξένωση, την απομόνωση, τον ρατσισμό, την χρήση ουσιών, τις εξαρτήσεις, την έλλειψη κινήτρου και νοήματος.
Γιατί, ωστόσο, έφτασαν να διαρραγούν οι κοινωνικοί δεσμοί και θεσμοί, να χάσουν τη σημασία τους οι συλλογικότητες, να χάσει την αξία και την αναγκαιότητά της η συνεργασία; Δεν μας ήταν πλέον χρήσιμη; Είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε τι ακριβώς έγινε την εποχή πριν την κρίση και ποια ήταν τότε η κυρίαρχη νοοτροπία, η κυρίαρχη τάση τόσο στον κοινωνικό όσο και στον επιστημονικό τομέα και στην «αγορά εργασίας».
Στις «καλές εποχές» -και όταν λέω «καλές εποχές» αναφέρομαι σε περιόδους κατά τις οποίες υπήρχε φαινομενικά ευημερία και κάποια ανάπτυξη-, προέκυψε η ανάγκη αυτή η ανάπτυξη να επεκταθεί και στις επιστήμες, να επέλθει περισσότερη γνώση και εξειδίκευση, να αυτονομηθούν μεμονωμένα κομμάτια της επιστήμης. Ο κάθε επιστήμονας, για να εξελιχθεί, έπρεπε να περιοριστεί σε συγκεκριμένο κομμάτι στο οποίο θα ήταν πια ειδικός και να επενδύσει σε συγκεκριμένη ειδίκευση. Και αυτό οδηγούσε σε περαιτέρω γνώση και εμβάθυνση, που ήταν και είναι ακόμη ζητούμενο από την «αγορά εργασίας».
Επομένως, ένα δεδομένο για κάθε επιστήμονα ήταν και είναι να βρει, όσο το δυνατόν συντομότερα, σε ποιόν συγκεκριμένο τομέα θα ήθελε να εξελιχθεί – και να επικεντρωθεί εκεί. Δηλαδή, η εξέλιξη είχε κυρίως να κάνει με τον κατακερματισμό και τον περιορισμό σε συγκεκριμένο αντικείμενο για μια γνώση εις βάθος αλλά όχι εις πλάτος.
Είναι αρκετά περιοριστικό να καλείσαι να διαλέξεις συγκεκριμένο κομμάτι επιστήμης, προτού αντιληφθείς την ολότητα της επιστήμης και τις περιοχές όπου διαφορετικές επιστήμες συναντώνται. Είναι σαν να εκπαιδεύεσαι να εστιάσεις και όχι να αντιλαμβάνεσαι τα μέρη ως σύνολο.
Συνδυαζόμενο με τη γενικότερη τάση του ωφελιμισμού, του ανταγωνισμού, της τάσης «να ξεχωρίσω», που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της φαινομενικής άνθησης γίνεται αντιληπτό πως τελικά δεν ήταν και τόσο αναγκαία η συνεργασία. Το να είναι οι άνθρωποι μέλη ενός δικτύου, κάποιες φορές βιωνόταν περισσότερο απειλητικά παρά βοηθητικά. Δεν υπήρχε κοινός σκοπός, όραμα. Υπήρχε προσωπικός στόχος και το να αφιερώσεις την ενέργειά σου σε άλλους ανθρώπους, τον χρόνο σου, σήμαινε ότι τον στερούσες απ’ τον εαυτό σου και από αυτά που θα μπορούσες να κάνεις προκειμένου να τον υλοποιήσεις.
Και όλοι έχουμε εκτεθεί στο ότι «ο χρόνος είναι χρήμα». Οπότε και η ενασχόληση με τις συλλογικότητες, όπου περιέχεται και η επικοινωνία μεταξύ των επιστημόνων, δεν φάνταζε απαραίτητος: γιατί φαινομενικά όλα πήγαιναν καλά.
Αυτό που έλειψε ξεκάθαρα από την εποχή πριν την κρίση ήταν η ικανότητα να βλέπουμε τα πράγματα ως μέρη ενός συνόλου με δυναμικές που τα καθορίζουν. Και αυτό δεν έγινε μια μεμονωμένη μαγική στιγμή και χάσαμε την ικανότητα. Για καιρό ανταποκρινόμασταν στα μηνύματα της εποχής που ωθούσαν στην αχρηστία των συνδέσεων, ικανοποιώντας έτσι και καθησυχάζοντας τον φόβο των ανθρώπων, προσφέροντας μια ψευδαίσθηση προσωπικής επιτυχίας αν και εφόσον υπήρχε ακολουθία με «το πνεύμα της εποχής».
Αντίστοιχα, τότε στεκόμασταν ειρωνικά απέναντι σε κάθε κίνηση κριτικής και επισήμανσης των αντιφάσεων, γιατί αυτό χαλούσε την ψευδαίσθηση της ευκολίας στην προσωπικής επιτυχία. Καθετί τέτοιο αποτελούσε μια περιττή γκρίνια, που λίγοι ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν.
Επομένως, για καιρό χτιζόταν μια απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών και μια επικέντρωση στον μεμονωμένο προσωπικό χώρο. Αυτή, όπως είναι φυσικό, εξαπλώθηκε σε όλους τους χώρους, σε πολιτικό, κοινωνικό και επιστημονικό τομέα.
Ο κατακερματισμός, ή αλλιώς εξειδίκευση στην επιστήμη, επεκτάθηκε και στους χώρους εργασίας. Όχι μόνο στο αντικείμενο της εργασίας καθεαυτό, αλλά κυρίως έφερε μια τάση να μην μοιράζεται το αποτέλεσμα της εργασίας, να μην προσλαμβάνεται ως όλον, αλλά ως κομμάτια που στην καλύτερη περίπτωση θα προστεθούν αλλά δεν θα αλληλεπιδράσουν.
Αυτό δεν θα μπορούσε να μην αφορά και τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Παρόλο που η ιδιαιτερότητά τους ήταν ότι θεσμικά ή οικονομικά κατά κανόνα δεν γνώρισαν στιγμές άνθησης -πάντα υπήρχαν προβλήματα-, αυτό δεν εμπόδισε την νοοτροπία του κατακερματισμού και της απομόνωσης να παρεισφρήσει και να αναπτυχθεί και στον δικό μας κλάδο.
Κάθε δομή είχε τη δική της φιλοσοφία και είναι θεμιτό. Κάθε επιστήμονας είχε τη δική του κατεύθυνση το οποίο είναι επίσης θεμιτό. Αλλά είναι αναγκαία η διάθεση επικοινωνίας, προβληματισμού και αναστοχασμού πάνω στην αποκτηθείσα εμπειρία προκειμένου να αποτελέσει παρακαταθήκη γνώσης και όχι μεμονωμένη εμπειρία των επαγγελματιών.
Φαίνεται πως όσο η ανάγκη του κατακερματισμού εδραιώνεται και υποστηρίζεται ιδεολογικά και επιστημονικά, όσο επεκτείνεται στην καθημερινότητά μας και στο χώρο εργασίας, ο κάθε επαγγελματίας θα αντιμετωπίζει το όποιο επαγγελματικό πρόβλημα ως προσωπικό πρόβλημα ή την όποια επιστημονική αποτυχία ως προσωπική αποτυχία και αντίστοιχα το όποιο επιστημονικό επίτευγμα ως προσωπικό επίτευγμα.
Είναι φανερό πως η επιστημονική επιτυχία είναι εύκολο να αγκαλιαστεί, αλλά στην περίπτωση των προβλημάτων, των θεσμικών αδιεξόδων, προκύπτει η ανάγκη να επικαλεστούμε τις συλλογικότητες. Οι συλλογικότητες, όμως, δεν εμφανίζονται από μόνες τους. Προαπαιτούν κοινά σημεία, όραμα και μοίρασμα. Προαπαιτούν τους κοινωνικούς δεσμούς, που δεν θα συγκολληθούν από μόνοι τους, αλλά θα χρειαστεί να πειστούμε για την αναγκαιότητα του δεσμού.
Και όχι για λόγους επιβίωσης και ευκαιριακά, αλλά επειδή πραγματικά πιστεύουμε πως ως επιστήμονες δεν είμαστε αρκετοί. Χρειαζόμαστε τους άλλους για να αποκτήσουν τα κομμάτια μια προοπτική και μια συνοχή.
Φορείς, όπως είναι τα Κέντρα Πρόληψης, που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό χώρο, αλλά στον ίδιο χρόνο και έχοντας κατά κανόνα κοινές αρχές και φιλοσοφία, δημιούργησαν συχνά εκ του μηδενός προσπάθειες δικτύωσης, επικοινωνίας, τόσο μεταξύ των επαγγελματιών όσο και σε επίπεδο κοινών δράσεων, καλών πρακτικών. Συνδιοργάνωσαν συνέδρια, προκάλεσαν τις συνεργασίες μεταξύ των Κέντρων Πρόληψης, αλλά και με άλλους φορείς όπως το ΚΕΘΕΑ και το 18 ΑΝΩ.
Στην ουσία η ανάγκη για επικοινωνία και μοίρασμα των δυσκολιών, των απαιτήσεων της εργασίας, η ανάγκη να ανταλλαχθούν και διαχυθούν η γνώση, η εμπειρία, τα συμπεράσματα προκειμένου να ελεγχθούν περαιτέρω, αποτελεί απόδειξη της ανεπάρκειας των δομών, όταν αυτές είναι απομονωμένες.
Ειδικά στην περίπτωση των Κέντρων Πρόληψης που είναι αρκετές δομές, μοιρασμένες σε όλη την Ελλάδα αλλά με ξεχωριστή διοίκηση, είναι σαν εξαρχής να δημιουργήθηκαν για να λειτουργήσουν ανεξάρτητα και στον μικρόκοσμό τους.
Αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι οι διοικήσεις των Κέντρων Πρόληψης αποτελούνται από πολιτικά πρόσωπα (κυρίως πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων είναι δήμαρχοι ή εκπρόσωποι Δήμων και Περιφερειών), γίνεται κατανοητό ότι το ενδιαφέρον για μια συνολική ματιά στην έννοια της πρόληψης, ανεξάρτητα από τον χώρο δραστηριοποίησης τους είναι σαν να είναι «εκτός θέματος».
Παρόλα αυτά, η ενστικτώδης ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας κοινής πορείας ενεργοποιήθηκε και έγιναν σημαντικές προσπάθειες. Και ωστόσο, δεν επαρκούν.
Στην εμπειρία της πρόληψης είναι απαραίτητο να γίνει μια σύνθεση. Όχι απλά μια συγκέντρωση ή παρουσίαση αποσπασματικών δράσεων, αλλά διάλογος, επικοινωνία των προβληματισμών, καταγραφή τους, έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε ένα προσανατολισμό ενοποίησης. Και στη συνέχεια χρειαζόμαστε τη διασύνδεση με τη γνώση και την εμπειρία των δομών θεραπείας και επανένταξης, όπως και διασύνδεση με όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Η εικόνα και η γνώση που υπάρχει σε κάθε δομή που ασχολείται με τον άνθρωπο εάν ενωθεί με τις υπόλοιπες είναι σαν να φωτίζεται ένα σύνολο του οποίου είμαστε μέρος. Αυτό έχει σημασία από τη στιγμή που το σύνολο επηρεάζει και καθορίζει τα μέρη του.
Η διάκριση ενός επιστήμονα μπορεί να έρχεται όταν καταφέρνει κάτι συγκεκριμένο και πρωτότυπο, αλλά η ανάγκη της εποχής δείχνει ότι η πρωτοτυπία βρίσκεται στην ενοποίηση και στη συνεργασία.
Προφανώς και είναι απαραίτητο ο κάθε επιστήμονας να κινείται στα πεδία τα οποία έχει σπουδάσει. Συχνά στις ανθρωπιστικές επιστήμες τα αντικείμενά τους δεν μπορούν να διαχωριστούν αυστηρά, όπως δεν μπορεί και ο κάθε άνθρωπος ή η κάθε ομάδα ή μια κοινότητα να χωριστεί σε κομμάτια.
Όταν αναφερόμαστε στο πεδίο της πρόληψης ή της θεραπείας έχουμε ένα σύνολο δεδομένων τα οποία πρέπει να γνωρίζουμε σε βάθος, αλλά κυρίως οφείλουμε να μάθουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα δεδομένα αλληλοτροφοδοτούνται και διαιωνίζονται.
Μια οικογένεια είναι ένα σύστημα, όπως και ένα σχολείο, όπως και μια κοινότητα, και μια θρησκεία και ένα κράτος που αλληλεπιδρώντας με τα υπόλοιπα συστήματα καθορίζει με συγκεκριμένη δυναμική τις συμπεριφορές των μελών του.  Καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα συσταθεί μια οικογένεια, τον σκοπό που θα έχει, τη χρησιμότητα του σχολείου, τον τρόπο επομένως με τον οποίο μια οικογένεια θα επικοινωνήσει με το σχολείο, τους προσωπικούς στόχους που θα θέσει το κάθε άτομο-μέλος της κοινωνίας για να ανελιχθεί ή απλά για να βρει μια θέση.
Επίσης, όλα αυτά τα συστήματα καθορίζουν και το περιθώριο στο οποίο θα κληθούν να βρουν τη θέση τους άνθρωποι που δεν τα κατάφεραν με την κανονικότητα.
Και είναι και η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που καθορίζεται από όλα τα παραπάνω και τα επηρεάζει με τη σειρά της.
Στα Κέντρα Πρόληψης το βλέπουμε συχνά: πίσω από όλες τις δύσκολες  καταστάσεις υπάρχει έλλειψη συνεργασίας, έλλειψη επικοινωνίας βαθιά εδραιωμένη. Συγκεκριμένα αυτό το παρατηρούμε  στις οικογενειακές σχέσεις, στις κοινωνικές-επαγγελματικές σχέσεις, όπως επίσης και στο σχολείο.
Συχνά ακούμε από τους εκπαιδευτικούς να δυσκολεύονται από την έλλειψη επικοινωνίας στην καθημερινότητά τους. Μας αναφέρουν, λόγου χάρη, ότι δεν μπορούν να συνεργαστούν με τους συναδέλφους τους. Εκπαιδευτικοί ειδικότητας που δεν ενημερώνονται από τους υπόλοιπους εκ των προτέρων για το κλίμα της τάξης και για προβλήματα που τυχόν έχουν προκύψει.
Μας αναφέρουν ότι υπάρχει η νοοτροπία, πως ο κάθε δάσκαλος είναι υπεύθυνος για το τι συμβαίνει στην τάξη του και συχνά αποσιωπά προβλήματα για να μην φανεί ότι δεν είναι «αρκετός» στον παιδαγωγικό του ρόλο και ότι δεν έχει έλεγχο της κατάστασης, λες και δεν είναι ευθύνη όλου του σχολείου η κάθε τάξη και η διαμόρφωση μιας συνολικής πολιτικής αντιμετώπισης.
Κάποιες φορές και εμείς αντιμετωπιζόμαστε με καχυποψία, γιατί αν κληθούμε να δουλέψουμε με μία τάξη, λόγω αυτής της νοοτροπίας, θα υπονοηθεί ότι ο εκπαιδευτικός της τάξης δεν είναι αρκετά καλός, συνεπώς τότε βιώνεται σαν παραβίαση η παρουσία των «ειδικών» στις τάξεις.
Χαρακτηριστικά έχουμε ακούσει από διευθυντή σχολείου να του αναφέρει μια μητέρα: «Δουλειά σας είναι να κρατάτε τα παιδιά μας ασφαλή, όχι να φέρνετε ψυχολόγους». Η εικόνα, δηλαδή, που είχε η συγκεκριμένη μητέρα ήταν ότι ήρθαν οι ψυχολόγοι στο σχολείο και όχι ότι εμείς κληθήκαμε  εκεί γιατί τα παιδιά δεν μπορούσαν να συνεργαστούν και να αναπτύξουν βασικές κοινωνικές δεξιότητες.
Μας αναφέρουν οι εκπαιδευτικοί μεγάλη δυσκολία στο να επικοινωνήσουν με τους γονείς και ότι συχνά σαμποτάρουν το έργο τους, απαξιώνουν το σχολείο και δεν ωθούν τα παιδιά να το σεβαστούν. Επίσης, οι δάσκαλοι παρατηρούν -κάτι το οποίο βλέπουμε κι εμείς- ότι τα παιδιά δεν συνεργάζονται μεταξύ τους, δεν έχουν μάθει να φέρονται ομαδικά, αλλά κυρίως να σκέφτονται ομαδικά. Είναι σαν να ήρθαν στο σχολείο όχι για να ενταχθούν αλλά για να ξεχωρίσουν με τον οποιοδήποτε τρόπο, είτε θετικά είτε αρνητικά.
Βλέπουμε, επομένως, συνολικά μια διάθεση μη επικοινωνίας και μη συνεργασίας. Όλος ο κοινωνικός ιστός διαπνέεται από μια αμηχανία και μια καχυποψία ως προς τον άλλον. Το πραγματικό μοίρασμα των δυσκολιών οι άνθρωποι  δεν το βλέπουμε ως ευκαιρία για ολόπλευρη προσέγγιση, αλλά ως ένδειξη αδυναμίας και μη επάρκειας. Το βιώνουμε απειλητικό ως προς τον εγωισμό μας.
Με τα σύγχρονα δεδομένα δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτάρκεια του «ειδικού», δηλαδή ότι υπάρχει ο κατάλληλος ειδικός για κάθε περίπτωση. Κανένας ειδικός δεν είναι αρκετός όταν μιλάμε για πολυπαραγοντικά φαινόμενα.
Τα ζητήματα συνεργασίας έρχονται διαρκώς στο προσκήνιο είτε έχουν να κάνουν μεταξύ ανθρώπων, είτε μεταξύ θεσμών, ή ακόμα και μεταξύ κρατών. Βλέπουμε τι συμβαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πως αντιμετωπίζουν το προσφυγικό ζήτημα. Για ποια ένωση κρατών μιλάμε;
Η απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, κοινού οράματος, συμφωνίας αντιλήψεων και επομένως γρήγορων αντανακλαστικών απέναντι σε ό,τι προκύπτει, η απουσία της αίσθησης κοινού συμφέροντος είναι δεδομένα που δείχνουν ότι όταν κάτι κατακερματίζεται χάνει τη δύναμή του, δεν είναι συμπαγές, χάνει την ετοιμότητά του και χρειάζεται πολύς χρόνος για να επανενωθεί με τα υπόλοιπα μέρη και να αποκατασταθεί ως ολότητα.
Επομένως -και κλείνοντας-, όταν κάνουμε λόγο για δικτύωση και συνεργασία στην αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου της εξάρτησης, στην ουσία αναφερόμαστε σε θεμέλια που πρέπει να ξαναχτιστούν και θα ορίζουν με τη δημιουργία τους ότι είναι επιστημονική απαίτηση και κοινωνική αναγκαιότητα η επιθυμία μας να συναντηθούμε με τον άλλον.

* Η Άννα Τζάκου είναι Κοινωνιολόγος, στο Κέντρο Πρόληψης Περιστερίου «Οδοιπορικό»


Δεν υπάρχουν σχόλια: